ἐπένδυμα

From LSJ
Revision as of 15:05, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

πλέομεν δ' ἐπὶ οἴνοπα πόντον → we're sailing upon the wine-dark sea

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπένδῠμα Medium diacritics: ἐπένδυμα Low diacritics: επένδυμα Capitals: ΕΠΕΝΔΥΜΑ
Transliteration A: epéndyma Transliteration B: ependyma Transliteration C: ependyma Beta Code: e)pe/nduma

English (LSJ)

ατος, τό, upper garment, Aq.Ex.28.26, al., f.l. in Plu.Alex.32.

German (Pape)

[Seite 915] τό, das Oberkleid, Plut. Alex. 32.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
vêtement de dessus.
Étymologie: ἐπενδύνω.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπένδῠμα: τό, ἐπανωφόριον, Πλουτ. Ἀλέξ. 32.

Greek Monolingual

το (ΑΝ) επενδύω
νεοελλ.
1. περίβλημα, περικάλυμμα
2. λεπτός, μονόστιβος υμένας που καλύπτει τις κοιλίες του εγκεφάλου και τον κεντρικό σωλήνα του νωτιαίου μυελού
αρχ.
πανωφόρι, επενδύτης.

Greek Monotonic

ἐπένδῠμα: -ατος, τό, πανωφόρι, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

ἐπένδῠμα: ατος τό эпендима (род верхнего платья) Plut.

Middle Liddell

ἐπένδῠμα, ατος, τό,
an upper garment, Plut. [from ἐπενδύ¯νω]