ἐπαγάλλομαι

From LSJ
Revision as of 15:15, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

γυνὴ γὰρ οὐδὲν οἶδε πλὴν ὃ βούλεται → women know nothing except from what they want

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπᾰγάλλομαι Medium diacritics: ἐπαγάλλομαι Low diacritics: επαγάλλομαι Capitals: ΕΠΑΓΑΛΛΟΜΑΙ
Transliteration A: epagállomai Transliteration B: epagallomai Transliteration C: epagallomai Beta Code: e)paga/llomai

English (LSJ)

Pass., glory in, exult in, c. dat., πολέμῳ καὶ δηϊοτῆτι Il.16.91, cf. Q.S.7.327, Tryph.671; πόρνῃσ' ἐπαγαλλόμενος πυγῇσιν Crates Theb.4; ἁμίλλῃ Them.Or.11.151c; εἰκόσιν Artem.3.31; ἐπί τινι X.Oec.4.17.

German (Pape)

[Seite 892] stolz auf Etwas sein, womit prunken, πολέμῳ καὶ δηϊοτῆτι Il. 16, 91; χάρμῃ, vor Freude, Phocyl. 110; ἐπί τινι, Xen. Oec. 4, 17.

French (Bailly abrégé)

seul. prés.
se réjouir de, trouver son plaisir dans : τινι, ἐπί τινι qch.
Étymologie: ἐπί, ἀγάλλομαι.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπᾰγάλλομαι: ἀγάλλομαι, χαίρω ἢ γαυριῶ ἐπί τινι, μετὰ δοτ., ἐπαγαλλόμενος πολέμῳ καὶ δηϊοτῆτι Ἰλ. Π. 9. 1, πρβλ. Κόϊντ. Σμ. 7. 327, Τρυφ. 671· ἐπί τινι Ξεν. Ξεν. Οἰκ. 4. 17.

English (Autenrieth)

exult in, Il. 16.91†.

Greek Monolingual

ἐπαγάλλομαι (AM) αγάλλομαι
χαίρομαι υπερβολικά για κάτι (α. «μηδ' ἐπαγαλλόμενος πολέμῳ και δηιοτῆτι», Ομ. Ιλ.
β. «διὸ ἐπαγαλλόμενοι, σέ, Θεοτόκε, μεγαλύνομεν», Μηναία).

Greek Monotonic

ἐπᾰγάλλομαι: Παθ., καυχιέμαι, χαίρομαι, θριαμβολογώ για κάτι, με δοτ., σε Ομήρ. Ιλ.· ἐπί τινι, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

ἐπᾰγάλλομαι: находить удовольствие, наслаждаться, радоваться (τινι Hom. и ἐπί τινι Xen.).

Middle Liddell


Pass. to glory in, exult in a thing, c. dat., Il.; ἐπί τινι Xen.