ἐξανδρόομαι

From LSJ
Revision as of 15:15, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

Περὶ τοῦ ἐπέκεινα τοῦ νοῦ κατὰ μὲν νόησιν πολλὰ λέγεται, θεωρεῖται δὲ ἀνοησίᾳ κρείττονι νοήσεως → On the subject of that which is beyond intellect, many statements are made on the basis of intellection, but it may be immediately cognised only by means of a non-intellection superior to intellection

Porphyry, Sententiae, 25
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐξανδρόομαι Medium diacritics: ἐξανδρόομαι Low diacritics: εξανδρόομαι Capitals: ΕΞΑΝΔΡΟΟΜΑΙ
Transliteration A: exandróomai Transliteration B: exandroomai Transliteration C: eksandroomai Beta Code: e)candro/omai

English (LSJ)

A come to man's years, ἐξανδρωμένος Hdt.2.63, cf. Antipho Soph.61; ἐξανδρούμενος E.Ph.32, Ar.Eq.1241. II λόχος δ' ὀδόντων ὄφεος ἐξηνδρωμένος the host having grown to men from teeth, E.Supp.703. III ἐξηνδρωμένον· ὀρθιάζοντα, Hsch.

Spanish (DGE)

• Morfología: [jón. perf. part. ἐξανδρωμένος Hdt.2.63]
1 hacerse hombre, alcanzar la edad adulta τὸν Ἄρηα ... ἐξανδρωμένον que Ares llegado a la edad viril Hdt.l.c., ἤδη ... ἐξανδρούμενος παῖς οὑμός mi hijo, cuando estaba ya llegando a la edad viril E.Ph.32, cf. Ar.Eq.1241, Antipho Soph.B 61
interpr. como andar erguido Hsch.s.u. ἐξηνδρωμένον.
2 c. gen. de origen transformarse en humano a partir de, e.e., nacer (como hombre) de λόχος δ' ὀδόντων ὄφεος ἐξηνδρωμένος batallón que, de los dientes de un dragón, se había transformado en (un batallón) de hombres E.Supp.703.

German (Pape)

[Seite 868] pass., ganz zum Mann werden, das mannbare Alter erreichen; ἤδη πυρσαῖς γένυσιν ἐξανδρούμενος Eur. Phoen. 32; Ar. Equ. 1241; ἐξ- ανδρωμένος Her. 2, 64. – Bei Eur. Suppl. 725 λόχος δ' ὀδόντων ὄφεος ἐξηνδρωμένος, aus Zähnen in Männer verwandelt.

French (Bailly abrégé)

-οῦμαι;
part. pf. ἐξηνδρωμένος;
arriver à l'âge d'homme.
Étymologie: ἐξ, ἀνδρόομαι.

Greek (Liddell-Scott)

ἐξανδρόομαι: φθάνω εἰς ἀνδρικὴν ἡλικίαν, γίνομαι ἀνήρ, ἐξηνδρωμένος Ἡρόδ. 2. 64· ἐξανδρούμενος Εὐρ. Φοίν. 32, Ἀριστοφ. Ἱππ. 1241. ΙΙ. λόχος δ’ ὀδόντων ὄφεως ἐξηνδρωμένος, ὁ λόχος (τὸ στῖφος) ὁ ἐξανδρωθεὶς ἐκ τῶν ὀδόντων τοῦ ὄφεως, Εὐρ. Ἱκ. 703.

Greek Monotonic

ἐξανδρόομαι: παρακ. -ήνδρωμαι,
I. Παθ., φθάνω σε ανδρική ηλικία, γίνομαι άνδρας, ανδρώνομαι, σε Ηρόδ., Ευρ.
II. ὀδόντων ὄφεος ἐξηνδρωμένος, έχοντας ανδρωθεί από τα δόντια του δράκοντα, στον ίδ.

Russian (Dvoretsky)

ἐξανδρόομαι:
1) становиться мужем, мужать: ἐξανδρωμένος Her. и ἐξανδρούμενος Eur., Arph. пришедший в возраст мужа, возмужавший;
2) превращаться в мужей: λόχος ὀδόντων ὄφεος ἐξηνδρωμένος Eur. отряд мужей, выросших из змеиных зубов.

Middle Liddell

perf. -ήνδρωμαι
I. Pass. to come to man's years, Hdt., Eur.
II. ὀδόντων ὄφεος ἐξηνδρωμένος having grown to men from serpent's teeth, Eur.