ἐπίχαλκος
ἑὰν δὲ προσποιούμενος ᾗ τὰ μαθήματά πως ἀπείρως προβάλλων, οὐκ ἔστιν αἰτίας ἔξω → But should one profess knowledge as he puts forward something in an inexperienced way, he is not without blame (Pappus 3.1.30.31f.)
English (LSJ)
ον, covered with copper or brass, brazen, ἀσπίς Hdt.4.200, Ar.V.18; στόμα, of a flute-player, Alc.Com.20; ἐπίχαλκος (sc. ἀσπίς), ἡ, Amips. 17.
German (Pape)
[Seite 1002] mit Erz, Kupfer überzogen, ἀσπίς Her. 4, 200; Arist. Vesp. 18; vgl. Poll. 10, 144.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
garni ou couvert d’airain ou de cuivre.
Étymologie: ἐπί, χαλκός.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπίχαλκος: -ον, κεκαλυμμένος διὰ χαλκοῦ, χάλκινος, ἀσπὶς Ἡρόδ. 4. 200, Ἀριστοφ. Σφ. 18· ἐπίχαλκος (ἐξυπ. ἀσπίς), ἡ, τὸ μὲν δόρυ μετὰ τῆς ἐπιχάλκου πρὸς Πλαταιαῖς ἀπέβαλεν Ἀμειψίας ἐν «Σφενδόνῃ» 3. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «ἐπίχαλκος ἀσπίς· ἔχει γὰρ χαλκῆν τὴν ἐπιβολήν»· ― ἐπίχαλκον, τό, καθ’ Ἡσύχ.: «τὸ στόμα τῶν αὐλῶν, διὰ τὴν φορβειάν, οἱονεὶ ἐπιστομίδα».
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἐπίχαλκος, -ον)
επενδεδυμένος, επιστρωμένος με χαλκό ή με ορείχαλκο (α. «επίχαλκο σκεύος» β. «ἐπίχαλκος ἀσπίς»)
αρχ.
1. το θηλ. ως ουσ. ἡ ἐπίχαλκος
η ασπίδα
2. φρ. «ἐπίχαλκον στόμα» — ο αυλητής.
Greek Monotonic
ἐπίχαλκος: -ον, καλυμμένος με χαλκό ή μπρούντζο σε Ηρόδ., Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
ἐπίχαλκος: окованный (обитый, отделанный) медью или бронзой (ἀσπίς Her., Arph.; πέλτη Arst.).
Middle Liddell
ἐπί-χαλκος, ον
covered with copper or brass, Hdt., Ar.