ἔσθος
Ἐάν γάρ ἀποδιδῷ τις τί ἐστιν αὐτῶν ἑκατέρῳ τό ζῴῳ εἶναι, ἴδιον ἑκατέρου λόγον ἀποδώσει (Aristotle, Categoriae 1a) → For if anyone gives an explanation of what it is for each of them to be an animal, he will give the same explanation of each
English (LSJ)
εος, τό, rare form for ἔσθημα, Il.24.94, Ar.Av.943(lyr.); τὸ ἔ. (with hiatus, i.e. ϝέσθος) in the mouth of a Laconian, Id.Lys. 1096; cf. βέστον EM195.45, γεστία Hsch.
German (Pape)
[Seite 1042] τό, = ἐσθής, Kleidung, Il. 24, 94; Ar. Av. 934.
French (Bailly abrégé)
ion. -εος, att. -ους (τό) :
habit.
Étymologie: R. Ϝεσ, vêtir ; cf. ἐσθής.
Greek (Liddell-Scott)
ἔσθος: -εος, τό, σπάν. τύπος ἀντὶ τοῦ ἔσθημα, Ἰλ. Ω. 94, Ἀριστοφ. Ὄρν. 940· τὸ ἔσθος (μετὰ χασμωδίας, ἐπειδὴ τὸ πάλαι εἶχε δίγαμμα ἡ λέξ.) λεγόμενον ὑπὸ Λάκωνος ἐν Ἀριστοφ. Λυσ. 1096· πρβλ. τοῦς τύπους βέστον, γεστία ἐν τῷ Μεγ. Ἐτυμ. καὶ Ἡσύχ.
English (Autenrieth)
έος (ϝέσθος): garment, Il. 24.94†.
Greek Monolingual
ἔσθος, τὸ (Α) έννυμι
(ποιητ. τ.).
έσθημα.
Greek Monotonic
ἔσθος: -εος, τό, = ἔσθημα, σε Ομήρ. Ιλ., Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
ἔσθος: εος τό Hom., HH, Arph. = ἔσθημα.