ἠμελημένως

From LSJ
Revision as of 17:15, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

Βέλτιόν ἐστι σῶμά γ' ἢ ψυχὴν νοσεῖν → It is better to be sick in respect to the body than in respect to the soul → Deterior animi morbus es quam corporis → Am Körper krank zu sein ist besser als an der Seel'

Menander, Monostichoi, 75
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἠμελημένως Medium diacritics: ἠμελημένως Low diacritics: ημελημένως Capitals: ΗΜΕΛΗΜΕΝΩΣ
Transliteration A: ēmelēménōs Transliteration B: ēmelēmenōs Transliteration C: imelimenos Beta Code: h)melhme/nws

English (LSJ)

Adv. pf. part. Pass. of ἀμελέω, in a state of neglect, διάγειν Isoc.Ep.8.10; ἠ. ἔχειν X.Mem.3.11.4; ἐς προῦπτον κίνδυνον ἐκπέμπεσθαι Arr.Ind.20.3; with studied neglect, ἑαυτὴν ἠ. πως κοσμήσασα D.C.51.12; carelessly, Max.Tyr.28.5.

German (Pape)

[Seite 1164] adv. zum partic. perf. pass. von ἀμελέω, sorglos, nachlässig, Sp.; – vernachlässigt, ἠμ. ἔχειν Xen. Hem. 3, 11, 4.

French (Bailly abrégé)

adv.
avec négligence.
Étymologie: part. pf. Pass. de ἀμελέω.

Greek (Liddell-Scott)

ἠμελημένως: ἐπίρρ. μετοχ. παθ. πρκμ. τοῦ ἀμελέω, ἀμελῶς, ἀφροντίστως, Ἰσοκρ. Ἐπ. 426C· ἠμ. ἔχειν Ξεν. Ἀπομν. 3. 11, 4.

Greek Monolingual

ἠμελημένως (Α)
επίρρ. με αμέλεια, χωρίς φροντίδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Επίρρ. σχηματισμένο από τη μτχ. παρακμ. ημελημένος του αμελούμαι].

Greek Monotonic

ἠμελημένως: επιρρ. μτχ. Παθ. παρακ. του ἀμελέω, αμελώς, αφρόντιστα, μη επιμελημένα, απρόσεκτα· ἠμελημένως ἔχειν, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

ἠμελημένως: небрежно, неаккуратно Xen., Isocr.

Middle Liddell

[adverb part. perf. pass. of ἀμελέω,]
carelessly; ἠμ. ἔχειν Xen.