ὁδουρός

From LSJ
Revision as of 17:55, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

ποῖόν σε ἔπος φύγεν ἕρκος ὀδόντων → what a word has escaped the barrier of your teeth

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὁδουρός Medium diacritics: ὁδουρός Low diacritics: οδουρός Capitals: ΟΔΟΥΡΟΣ
Transliteration A: hodourós Transliteration B: hodouros Transliteration C: odouros Beta Code: o(douro/s

English (LSJ)

ὁ or ἡ, A conductor, conductress, E.Ion1617. II waylayer, highwayman, S.Fr.22, E.Fr.260.

German (Pape)

[Seite 294] (schlechter Accent ὁδοῦρος u. ὅδουρος), den Weg bewachend; ἡ ὁδουρός, ben Weg geleitend, Geleiterinn, Eur. Ion 1617. – Den Weg belauernd, von Straßenräubern, Soph. frg. 23 b. Schol. Pind. P. 2, 62; u. so erkl. Phot. ὁδουροὺς τοὺς ἐν ταῖς ὁδοῖς κακουργοῦντας.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 qui est en sentinelle sur une route;
2 qui est en embuscade sur une route.
Étymologie: ὁδός, οὖρος.

Greek (Liddell-Scott)

ὁδουρός: ὁ ἢ ἡ, ὁδηγός, ὁδηγήτρια, Εὐρ. Ἴων 1617. ΙΙ. λῃστὴς τῶν ὁδῶν (πρβλ. ὁδοσκοπέω), Σοφ. Ἀποσπ. 23˙ πειρατής, Εὐρ. Ἀποσπ. 262. Πρβλ. κηπουρός, οἰκουρός.

Greek Monolingual

ὁδουρός, ὁ, ἡ (Α)
1. οδηγός
2. ληστής που ενεδρεύει, παραμονεύει στους δρόμους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὁδός + -ουρός (< -Foρός < ὁρῶ «βλέπω»), πρβλ. κηπ-ουρός, τεμεν-ουρός].

Greek Monotonic

ὁδουρός: ὁ, ή ἡ, οδηγός, οδηγήτρια, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

ὁδουρός:
1) охраняющий в пути, проводник Eur.;
2) подстерегающий в пути, разбойник Soph., Eur.

Middle Liddell

ὁδ-ουρός,
a conductor, conductress, Eur.