διαρροιζέω
ὣς ὁ μὲν ἔνθ' ἀπόλωλεν, ἐπεὶ πίεν ἁλμυρὸν ὕδωρ → so there he perished, when he had drunk the salt water
English (LSJ)
to whizz through, διερροίζησε στέρνων [ὁ ἰός] S.Tr. 568.
Spanish (DGE)
atravesar silbando de una flecha ἐς δὲ πλεύμονας στέρνων διερροίζησεν S.Tr.568
•atravesar como una exhalación de pers. c. ac. de lugar ἠερίην ἁψῖδα διερροίζησε ... εἰς δόμον Nonn.D.41.276.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
ao. 3ᵉ sg. διερροίζησε;
traverser en sifflant, gén..
Étymologie: διά, ῥοιζέω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
διαρροιζέω [διά, ῥοιζέω] door... suizen, met gen.
Russian (Dvoretsky)
διαρροιζέω: проноситься со свистом: ἐς πλεύμονας στέρνων διερροίζησεν (ἰός) Soph. стрела со свистом прошла через грудь в легкое.
Greek Monotonic
διαρροιζέω: μέλ. -ήσω, σφυρίζω ανάμεσα, με γεν., σε Σοφ.
Greek (Liddell-Scott)
διαρροιζέω: διέρχομαι μετὰ συριγμοῦ, διερροίζησε στέρνων [ὁ ἰός] Σοφ. Τρ. 568.
Middle Liddell
fut. ήσω
to whizz through, c. gen., Soph., doric for <foreign lang=greek>-ru/dhn, adv. -->