καταπυγοσύνη
Φίλον δι' ὀργὴν ἐν κακοῖσι μὴ προδῷς → Amicum ob iram deserere cave in malis → Verrate einen Freund nicht in der Not aus Zorn
English (LSJ)
ἡ, homosexuality, homosexualism, gayness, queerness, buggerism, unnatural lust, brutal lust, Cratin.53, Ar.Nu.1023 (anap.), Fr.130, Luc.Gall.32.
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
débauche infâme, sodomie.
Étymologie: καταπύγων.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
καταπυγοσύνη -ης, ἡ καταπύγων geilheid.
Russian (Dvoretsky)
καταπῡγοσύνη: (σῠ) ἡ противоестественный разврат Arph., Luc., Cratinus ap. Plut.
Greek Monolingual
καταπυγοσύνη, ἡ (Α)
επιθυμία για παρά φύσιν ασέλγεια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατάπυγος / καταπύγων + κατάλ. -οσύνη (πρβλ. δικαιοσύνη, εθελημοσύνη)].
Greek Monotonic
καταπῡγοσύνη: ἡ, κτηνώδης όρεξη, κτηνώδης ορμή, σε Αριστοφ.
Greek (Liddell-Scott)
καταπῡγοσύνη: ἡ, κτηνώδης ὄρεξις, σαρκικὴ ἐπιθυμία παρὰ φύσιν, Κρατῖνος ἐν «Δραπέτισι» 4, Ἀριστοφ. Νεφ. 1023, Ἀποσπ. 180· κ. καὶ πασχητιασμός Λουκ. Ἐνύπν. 32.