παρεμβύω

From LSJ
Revision as of 21:15, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")

Τὶ δὲ σὺ διά τὸν Θεὸν δύνασαι ἀρνηθῆναι; Οἷον δὲ μέτρον ἀγάπης τῶν ἀγαπώντων σε ἐστί; (Χρύσανθος Καταπόδης, Σχολὴ Ζωῆς) → ?

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παρεμβύω Medium diacritics: παρεμβύω Low diacritics: παρεμβύω Capitals: ΠΑΡΕΜΒΥΩ
Transliteration A: parembýō Transliteration B: parembyō Transliteration C: paremvyo Beta Code: parembu/w

English (LSJ)

[ῡ], stuffin, Luc. Hist.Conscr.22.

German (Pape)

[Seite 515] daneben, an der Seite einschieben, παρενεβέβυστο Luc. hist. conscr. 22.

French (Bailly abrégé)

boucher les interstices, bourrer.
Étymologie: παρά, ἐμβύω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παρ-εμβύω ertussen stoppen.

Russian (Dvoretsky)

παρεμβύω: набивать, напихивать (εὐτελῆ ὀνόματα Luc.).

Greek Monolingual

Α
παρενθέτω, παρενείρω, χώνω κάτι κοντά («μεταξὺ οὕτως εὐτελῆ ὀνόματα καὶ δημοτικὰ καὶ πτωχικά πολλὰ παρενέβυστο», Λουκ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + ἐμβύω «κλείνω, αποφράσσω»].

Greek Monotonic

παρεμβύω: [ῡ], μέλ. -βύσω, στριμώχνω, γεμίζω, παραγεμίζω, βάζω ανάμεσα, σε Λουκ.

Greek (Liddell-Scott)

παρεμβύω: [ῡ], χώννω τι πλησίον, παρενείρω, Λουκ. πῶς δεῖ Ἱστ. Συγγρ. 22.

Middle Liddell

fut. -βύσω
to stuff in, Luc.