πικρόγαμος

From LSJ
Revision as of 21:21, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")

Κύριε, βοήθησον τὸν δοῦλον σου Νῖλον κτλ. → Lord, help your slave Nilos ... (mosaic inscription from 4th-cent. church in the Negev)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πικρόγᾰμος Medium diacritics: πικρόγαμος Low diacritics: πικρόγαμος Capitals: ΠΙΚΡΟΓΑΜΟΣ
Transliteration A: pikrógamos Transliteration B: pikrogamos Transliteration C: pikrogamos Beta Code: pikro/gamos

English (LSJ)

ον, attaining a bitter kind of marriage (cf. πικρός III), Od.1.266, al., Hld.5.30, 7.28.

German (Pape)

[Seite 614] dem das Heirathen, die Hochzeit verbittert, verleidet ist, Od. 1, 266 u. sonst, wie Sp., Antiphan. 9 (IX, 245).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
dont les noces ou l'hymen sont amers.
Étymologie: πικρός, γάμος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πικρόγαμος -ον [πικρός, γάμος] een bittere bruiloft krijgend.

Russian (Dvoretsky)

πικρόγᾰμος: несчастный в браке или сватовстве (ὠκύμορός τε π. τε Hom.).

English (Autenrieth)

having a bitter marriage; pl., of the suitors of Penelope, ironically meaning that they would not live to be married at all. (Od.)

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που έκανε πικρό γάμο, στον οποίο ο γάμος έφερε πίκρες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πικρ(ο)- + γάμος.

Greek Monotonic

πικρόγᾰμος: -ον, αυτός που έχει συνάψει πικρό γάμο, δυστυχισμένος στο γάμο του, σε Ομήρ. Οδ.

Greek (Liddell-Scott)

πικρόγᾰμος: -ον, ὁ πικρὸν συνάψας γάμον, πάντες κ’ ὠκύμοροί τε γενοίατο πικρόγαμοί τε, «ἐπὶ κακῷ τῷ ἑαυτῶν τὸν γάμον τοῦτον μνηστευσόμενοι» (Σχόλ.), Ὀδ. Α. 266, Δ. 346, Ρ. 137.

Middle Liddell

πικρό-γᾰμος, ον,
miserably married, Od.