συμπαρακύπτω
From LSJ
τῶν δ᾿ ἄλλων τῶν νοσηματικῶν ἧττον μετέχουσιν αἱ γυναῖκες → apart from this one, women are less troubled by maladies
English (LSJ)
bend oneself along with, Luc.Icar.25.
German (Pape)
[Seite 984] mit oder zusammen nebenhin sich bücken, Luc. Icarom. 25.
French (Bailly abrégé)
se pencher ensemble pour regarder.
Étymologie: σύν, παρακύπτω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συμ-παρακύπτω ernaast meebukken.
Russian (Dvoretsky)
συμπαρακύπτω: совместно или также наклоняться, нагибаться Luc.
Greek Monolingual
Α
γέρνω, σκύβω κοντά σε κάποιον ή ταυτόχρονα με κάποιον άλλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + παρακύπτω «σκύβω και βλέπω»].
Greek Monotonic
συμπαρακύπτω: σκύβω συγχρόνως ή κοντά σε κάποιον, σε Λουκ.
Greek (Liddell-Scott)
συμπαρακύπτω: παρακύπτω συγχρόνως ἢ κύπτω πλησίον ἄλλου, Λουκ. Ἰκαρομ. 25.