τριφίλητος
From LSJ
τὸν αὐτὸν ἔρανον ἀποδοῦναι → pay him back in his own coin, repay him in his own coin, pay someone back in their own coin, pay back in someone's own coin, give tit for tat, pay back in kind
English (LSJ)
[φῐ], ον, thrice-beloved, Ἄδωνις Theoc.15.86.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
trois fois aimé, bien-aimé.
Étymologie: τρεῖς, φιλέω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
τριφίλητος -ον [τρι-, φιλέω] driewerf geliefd.
Russian (Dvoretsky)
τρῐφίλητος: дор. τρῐφίλᾱτος 2 (φῐ) трижды, т. е. горячо любимый Theocr.
Greek (Liddell-Scott)
τριφίλητος: [ῐ], Δωρ. -ᾱτος, -ον, ὁ τρὶς πεφιλημένος, πολυφίλητος, φίλτατος, Ἄδωνις Θεόκρ. 15. 86.
Greek Monolingual
-ον, Α
τρισαγαπημένος, πολυαγαπημένος («τριφίλητος Ἄδωνις», Θεόκρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι- + φιλητός (< φιλῶ), πρβλ. πολυ-φίλητος].
Greek Monotonic
τρῐφίλητος: [ῐ], Δωρ. -ᾶτος, -ον, τριπλά πεφιλημένος, φίλτατος, εξαιρετικά αγαπητός, σε Θεόκρ.