γαλακτοπότης

From LSJ
Revision as of 10:52, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})(\n{{.*}})(\n{{elnl.*}})" to "$5$3$1$2$4")

τούτων γάρ ἑκάτερον κοινῷ ὀνόματι προσαγορεύεται ζῷον, καί ὁ λόγος δέ τῆς οὐσίας ὁ αὐτός → and these are univocally so named, inasmuch as not only the name, but also the definition, is the same in both cases (Aristotle, Categoriae 1a8-10)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γᾰλακτοπότης Medium diacritics: γαλακτοπότης Low diacritics: γαλακτοπότης Capitals: ΓΑΛΑΚΤΟΠΟΤΗΣ
Transliteration A: galaktopótēs Transliteration B: galaktopotēs Transliteration C: galaktopotis Beta Code: galaktopo/ths

English (LSJ)

ου, ὁ, milk-drinker, Hdt.1.216, 4.186, E.El.169 (lyr.).

Spanish (DGE)

(γᾰλακτοπότης) -ου
bebedor de leche dicho de los escitas, Hdt.1.216, de los libios, Hdt.4.186, ἀνήρ E.El.169, χοῖρος γ. lechón, DP 4.46 (var.), cf. Orac.Sib.14.166.

German (Pape)

[Seite 471] ὁ, der Milchtrinker, Her. 1, 216; Eur. El. 169.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
buveur de lait.
Étymologie: γάλα, R. Πο, boire, v. πίνω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

γαλακτοπότης -ου, ὁ γάλα, πότης melkdrinker.

Russian (Dvoretsky)

γᾰλακτοπότης: ου adj. m питающийся молоком Her., Eur.

Greek (Liddell-Scott)

γᾰλακτοπότης: -ου, ὁ, ὁ πίνων γάλα, Ἡρόδ. 1. 216., 4. 186, Εὐρ. Ἠλ. 169.

Greek Monolingual

ο (Α γαλακτοπότης)
αυτός που πίνει κυρίως ή αποκλειστικά γάλα.

Greek Monotonic

γᾰλακτοπότης: -ου, ὁ (πίνω), αυτός που πίνει γάλα, σε Ηρόδ.

Middle Liddell

πίνω
a milk-drinker, Hdt.