αἱμώδης
νύμφην τ' ἄνυμφον παρθένον τ' ἀπάρθενον → wife unwed and virgin that is no virgin | bride that is no bride, virgin that is virgin no more | virgin wife and widowed maid | unwed bride and ravished virgin
English (LSJ)
ες, A bloody, blood-red, Luc.Syr.D.8. II having the teeth set on edge, Gal.14.523.
Spanish (DGE)
-ες
1 de color rojo sangre Luc.Syr.D.8.
2 sangrante στόμα Gal.14.523.
3 formado por sangre, de sangre θρόμβοι Ps.Caes.29.8, cf. 139.84, ἡ σαρκικὴ καὶ αἱ. ποιότης Ps.Caes.188.13.
French (Bailly abrégé)
ης, ες:
d'un rouge sang.
Étymologie: αἷμα, -ωδης.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
αἱμώδης -ες αἷμα met de kleur van bloed, bloedrood.
Russian (Dvoretsky)
αἱμώδης: Luc. = αἱματώδης.
Greek (Liddell-Scott)
αἱμώδης: -ες, (εἶδος) = αἱματώδης, ἐρυθρὸς ὡς τὸ αἷμα, Λουκ. περὶ τῆς Συρ. Θ. 8. ΙΙ. ἐκ στομακάκης ὑποφέρων, Γαλην.
Greek Monotonic
αἱμώδης: -ες (εἶδος), αιματώδης, κόκκινος σαν αίμα, σε Λουκ.