κατάφαρκτος
From LSJ
ἄπαγ' ἐς μακαρίαν ἐκποδών → get lost, buzz off, on yer bike, bug off, bugger off, clear out, clear off, take a hike, beat it, scram, get out of here, get outta here
English (LSJ)
ον, = κατάφρακτος (q.v.).
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
enfermé dans.
Étymologie: = κατάφρακτος de κατά, φράγνυμι.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κατάφαρκτος -ον opgesloten.
Russian (Dvoretsky)
κατάφαρκτος: заключенный, замурованный (πετρώδει ἐν δεσμῷ Soph.).
Greek (Liddell-Scott)
κατάφαρκτος: -ον, = κατάφρακτος, ὃ ἴδε.
Greek Monolingual
κατάφαρκτος, -ον (Α)
(αττ. τ.) βλ. κατάφρακτος.
Greek Monotonic
κατάφαρκτος: -ον = κατάφρακτος.