καρπόδεσμα

From LSJ
Revision as of 11:15, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})(\n{{elnl.*}})" to "$4$3$1$2")

καὶ οἱ ἀμαθέστατοι τῶν ἰατρῶν τὸ αὐτὸ σοὶ ποιοῦσιν, ἐλεφαντίνους νάρθηκας καὶ σικύας ἀργυρᾶς ποιούμενοι καὶ σμίλας χρυσοκολλήτους: ὁπόταν δὲ καὶ χρήσασθαι τούτοις δέῃ, οἱ μὲν οὐδὲ ὅπως χρὴ μεταχειρίσασθαι αὐτὰ ἴσασιν → the most ignorant of doctors do the same as you, getting themselves ivory containers, silver cupping instruments, and gold-inlaid scalpels; but when it's time to use those things, they haven't the slightest notion of how to handle them

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καρπόδεσμα Medium diacritics: καρπόδεσμα Low diacritics: καρπόδεσμα Capitals: ΚΑΡΠΟΔΕΣΜΑ
Transliteration A: karpódesma Transliteration B: karpodesma Transliteration C: karpodesma Beta Code: karpo/desma

English (LSJ)

ων, τά, chains for the arms, armlets, Luc.Lex. 10:

German (Pape)

[Seite 1328] τά, Armfesseln, Armband, Luc. Lexiph. 10 u. a. Sp.

French (Bailly abrégé)

ων (τά) :
menottes.
Étymologie: καρπός, δεσμός.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

καρπόδεσμα -ων, τά [καρπός, δεσμός] handboeien.

Russian (Dvoretsky)

καρπόδεσμα: τά καρπός II] ручные кандалы Luc.

Greek (Liddell-Scott)

καρπόδεσμα: -ων, τά, δεσμὰ τῶν καρπῶν, τῶν χειρῶν, ψέλια, βραχιόνια, Λουκ. Λεξιφ. 10.

Greek Monolingual

καρπόδεσμα, -έσμων, τὰ (Α)
τα δεσμά τών καρπών τών χεριών («καρπόδεσμά τε αὐτῶ περιθεὶς καὶ περιδέραιον ἐν ποδοκάκαις», Λουκιαν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < καρπός (II) + δεσμά < δέω (II) «δένω»].