καστόριον
ἀλλήλων τὰ βάρη βαστάζετε, καὶ οὕτως ἀναπληρώσετε τὸν νόμον τοῦ Χριστοῦ → bear each other's burdens, and in that way fulfill the anointed King's Law (Galatians 6:2)
English (LSJ)
τό, v. καστόρειος.
German (Pape)
[Seite 1333] τό, Bibergeil, ein stark riechendes Arzneimittel, das sich in eigenen Gefäßen neben den Zeugungstheilen des Bibers sammelt, sonst für die Hoden selbst gehalten, Medic. – Neutr. von
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
καστόριον -ου, τό [κάστωρ] bevergeil (gebruikt als geneesmiddel).
Russian (Dvoretsky)
καστόριον: τό мед. бобровая струя Plut.
Greek (Liddell-Scott)
καστόριον: τό, Λατ. castoreum, ἢ (ἐν τῷ πληθ.) castorea, ἔκκριμά τι ῥευστὸν μελιτῶδες εὑρισκόμενον ἐντὸς δύο ὑμενωδῶν κυστιδίων παρὰ τὰ ὁπίσθια τοῦ κάστορος, οὐχὶ δὲ (ὡς ἐπιστεύετο) ἐν τοῖς ὄρχεσι, εἶναι δὲ «βαρύοσμον, βρωμῶδες, δριμύ, δηκτικὸν» κλ. Διοσκ. 2. 26, Γαλην. ΙΙ. «εἶδος βαφῆς ἀπὸ τῆς κογχύλης» Σουΐδ.