ποτέρωσε

From LSJ
Revision as of 11:20, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})(\n{{elnl.*}})" to "$4$3$1$2")

μή μοι θεοὺς καλοῦσα βουλεύου κακῶς· πειθαρχία γάρ ἐστι τῆς εὐπραξίας μήτηρ, γυνὴ Σωτῆρος· ὦδ᾽ ἔχει λόγος → When you invoke the gods, do not be ill-advised. For Obedience is the mother of Success, wife of Salvation—as the saying goes.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ποτέρωσε Medium diacritics: ποτέρωσε Low diacritics: ποτέρωσε Capitals: ΠΟΤΕΡΩΣΕ
Transliteration A: potérōse Transliteration B: poterōse Transliteration C: poterose Beta Code: pote/rwse

English (LSJ)

Adv. to which of two sides? π. οὖν θῶμεν τοῦτο; Answ. πρὸς τὴν ἀδικίαν X. Mem.4.2.14; π. νόον τράποι Orph.Fr.135.

German (Pape)

[Seite 689] adv., auf welche von beiden Seiten? τοῦτο αὖ ποτέρωσε θετέον, Xen. Mem. 4, 2, 17.

French (Bailly abrégé)

adv.
vers lequel des deux endroits ?
Étymologie: πότερος, -σε.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ποτέρωσε [πότερος] adv., naar welk van beide kanten?

Russian (Dvoretsky)

ποτέρωσε: adv. в которую (из обеих) сторону: τοῦτο π. θετέον; Xen. на счет чего следует это отнести?

Greek (Liddell-Scott)

ποτέρωσε: Ἐπίρρ., ἴδε ἐν λ. ποτέρωθε.

Greek Monolingual

Α
επίρρ. σε ποιο από τα δύο μέρη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ποτέρως + επιρρμ. κατάλ. -σε (πρβλ. ετέρω-σε)].