αὐτανέψιος

From LSJ
Revision as of 12:30, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

ὥστεβίος, ὢν καὶ νῦν χαλεπός, εἰς τὸν χρόνον ἐκεῖνον ἀβίωτος γίγνοιτ' ἂν τὸ παράπαν → and so life, which is hard enough now, would then become absolutely unendurable

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: αὐτᾰνέψιος Medium diacritics: αὐτανέψιος Low diacritics: αυτανέψιος Capitals: ΑΥΤΑΝΕΨΙΟΣ
Transliteration A: autanépsios Transliteration B: autanepsios Transliteration C: aftanepsios Beta Code: au)tane/yios

English (LSJ)

ὁ, own cousin, A.Supp.984, E.Heracl.987, Pl.Euthd. 275b: Adj. αὐ. στόλος A.Supp.933:—fem. αὐτ-ᾰνεψία, Lyc.811.

Spanish (DGE)

(αὐτᾰνέψιος) -ου, ὁ 1 primo hermano A.Supp.984, E.Heracl.211, 987, Pl.Euthd.275b, Lyc.798, Porph.Paral.p.235.
2 adj. αὐ. στόλος la expedición compuesta de sus primos hermanos A.Supp.933.

French (Bailly abrégé)

c. αὐτανεψιός.

Russian (Dvoretsky)

αὐτανέψιος: II ὁ двоюродный брат Aesch., Eur., Plat.
двоюродный, родственный (στόλος γυναικῶν Aesch.).

Greek (Liddell-Scott)

αὐτανέψιος: ὁ, ἀνεψιός, δηλ. ἐξάδελφος, «οἱ μέντοι αὐτανέψιοι οὐδὲν πλέον τῶν ἀνεψιῶν, ἀλλ΄ ἄντικρυς ταὐτὸν» Πολυδ. Γ΄, 28· πῶς φῶ, πρὸς τίνος τ’ ἀφαιρεθεὶς ἥκειν γυναικῶν αὐτανέψιον στόλον; Αἰσχύλ. Ἱκ. 933, 984, Εὐρ. Ἡρακλ. 987· αὐτανέψιος δὲ τοῦ νῦν ὄντος Ἀλκιβιάδου Πλάτ. Εὐθύδ. 275Β· «αὐτανέψιος... πρῶτος ἐξάδελφος» Εὐστ. Πονήματ. 271, 90· τὸ θηλ. -ία παρὰ Λυκόφρ. 811.

Greek Monolingual

αὐτανέψιος, ο (θηλ. -ία) (Α)
1. ανιψιός ή εξάδελφος κάποιου
2. αυτός που ανήκει στους εξαδέλφους («αὐτανέψιος στόλος», Αιοχ).

Greek Monotonic

αὐτανέψιος: ὁ, ανηψιός, πρώτος ξάδελφος, σε Αισχύλ., Ευρ.

Middle Liddell


an own cousin, cousin-german, Aesch., Eur.

English (Woodhouse)

own cousin

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)