βαρύδακρυς
From LSJ
ἀγεωμέτρητος μηδεὶς εἰσίτω → no one ignorant of geometry may enter, let no one ignorant of geometry enter, let no one ignorant of geometry come in
English (LSJ)
υ, weeping grievously, ἀηδών AP9.262 (Phil.).
Spanish (DGE)
(βᾰρύδακρυς) -υ
• Prosodia: [-ρῠ-]
que llora lamentablemente Μαρίη Nonn.Par.Eu.Io.11.32, ἀηδών AP 9.262 (Phil.).
German (Pape)
[Seite 433] υος, dasselbe, Philp. 66 (IX, 262); Nonn. D. 35, 16.
French (Bailly abrégé)
υς, υ;
qui pleure abondamment, éploré.
Étymologie: βαρύς, δάκρυ.
Russian (Dvoretsky)
βαρύδακρυς: υ, gen. υος горько рыдающий (ἀηδών Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
βᾰρύδακρυς: υ, ὁ χύνων πικρὰ δάκρυα, αἰεὶ δ’ ἡ βαρύδακρυς, ἐπὶ στήλαις μὲν ἀηδών Ἀνθ. ΙΙ. 9. 262, κτλ.
Greek Monotonic
βᾰρύδακρυς: -υ (δάκρυ), αυτός που χύνει δάκρυα πόνου και οδύνης, σε Ανθ.
Middle Liddell
δάκρυ
weeping grievously, Anth.