δρεπανίς
ὦ διάνοια, ἐὰν ἐρευνᾷς τοὺς ἱεροφαντηθέντας λόγους μὲν θεοῦ, νόμους δὲ ἀνθρώπων θεοφιλῶν, οὐδὲν ταπεινὸν οὐδ᾽ ἀνάξιον τοῦ μεγέθους αὐτῶν ἀναγκασθήσῃ παραδέχεσθαι → if, O my understanding, thou searchest on this wise into the oracles which are both words of God and laws given by men whom God loves, thou shalt not be compelled to admit anything base or unworthy of their dignity
English (LSJ)
ίδος, ἡ (also δραπενίς Hsch.), a kind of bird, so called from the shape of its wings, prob. the Alpine swift, Cypselus melba, Arist.HA487b27; = κεγχρίς (κέγχρος cod.), Hsch.
Spanish (DGE)
-ίδος, ἡ
• Alolema(s): δραπανίς Hsch.
orn., cierto pájaro, prob. un tipo de vencejo, Cypselus apus o Cypselus melba Arist.HA 487b27, 29, Plin.HN 11.257, Basil.Hex.8.2, Hsch.l.c., sinón. de κεγχρίς Hsch., Simp.in Ph.470.10.
German (Pape)
[Seite 666] ίδος, ἡ, die Erd- od. Mauerschwalbe, von ihren sichelförmigen Flügeln, Arist. H. A. 1, 1.
Russian (Dvoretsky)
δρεπᾰνίς: ίδος ἡ зоол. стриж (Cypselus) Arst.
Greek (Liddell-Scott)
δρεπᾰνίς: -ίδος, ἡ, πτηνὸν οὕτω κληθὲν ἐκ τοῦ σχήματος τῶν πτερύγων αὐτοῦ, ἴσως τὸ πετροχελιδόνι (ἄπους), Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 1. 1. 22.
Greek Monolingual
η (AM δρεπανίς)
ζωολ. γένος πτηνών της οικογένειας τών δρεπανιδών
είναι μικρό πτηνό με ποικίλα χρώματα και με γλώσσα ειδικά κατασκευασμένη να απομυζά το νέκταρ τών λουλουδιών
αρχ.
είδος πουλιού που ονομάζεται έτσι από το σχήμα τών φτερών του, πετροχελίδονο.