εἰσκυκλέω
English (LSJ)
A wheel in, especially in a theatre, turn a thing inwards by machinery, and so, withdraw it from the eyes of the spectators, Ar.Th. 265, cf. Luc.Lex.8: generally, ὄψων παρασκευὴν εἰσκυκλουμένην Ath. 6.27oe: metaph., πράγματα δαίμων τις ἐσκεκύκληκεν ἐς τὴν οἰκίαν some spirit has wheeled ill luck into the house, Ar.V.1475:—Pass., plunge into, τοῖς τῆς ἱστορίας διηγήμασι LXX 2 Ma.2.24:—Med., c. acc., [ἡρῷ' ἔπη].. εἰσκυκλήσομαι Poet. in BKT5(1)p.84. II εἰσκυκλήσας· περιελθών, Hsch.
Spanish (DGE)
1 en el teatro hacer girar hacia dentro, sacar de la escena haciendo girar ésta, de donde meter dentro εἴσω τις ὡς τάχιστά μ' εἰσκυκλησάτω ¡que alguien me meta dentro rápidamente! Ar.Th.265, cóm. ἄπορά γ' ἡμῖν πράγματα δαίμων τις εἰσκεκύκληκεν εἰς τὴν οἰκίαν Ar.V.1475 (cód., v. εἰσκυλίνδω), εἰσκυκλεῖτ' εἴσω με Men.Dysc.758
•fig. traer a escena εἰσεκύκλησέ τις ἡμῖν τὴν ποδοκτύπην Luc.Lex.8, en v. pas. ἥ γε ῥητορικὴ κατὰ τῶν νόμων εἰσκεκύκληται S.E.M.2.34, cf. Poll.9.158
•v. med. mismo sent. ἡρῷ' ἔπη τὸ λοιπὸν εἰσκυκλήσομαι el resto del tiempo traeré a escena versos épicos (abandonando los yambos) GDRK 30.32.
2 disponer en círculo, colocar alrededor en v. pas. πλῆθος ἰχθύων καὶ ... παντοδαπῶν ὄψων παρασκευὴν εἰσκυκλουμένην multitud de pescados y un arreglo de platos de todas clases puesto alrededor Ath.270e, cf. Hsch.
3 en v. med. desenvolverse en sent. lit., fig. dedicarse c. dat. τοῖς τῆς ἱστορίας διηγήμασιν LXX 2Ma.2.24.
German (Pape)
[Seite 744] hineindrehen, bes. im Theater das Ekkyklema (s. ἐκκυκλέω), εἴσω τινά, Ar. Th. 265; vgl. Luc. Lexiph. 8; übh. = hineinbringen, Ath. VI, 270 e; übertr., δαίμων ἄπορα πράγματα εἰσκεκύκληκεν εἰς τὴν οἰκίαν, hat unversehens böse Händel ins Haus gebracht, Ar. Vesp. 1474.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
1 ramener en roulant (un décor dans la coulisse);
2 en gén. ramener dans, introduire.
Étymologie: εἰς, ἑλκύω.
Russian (Dvoretsky)
εἰσκυκλέω: досл. поворачивать внутрь, т. е. за кулисы (о вращающейся сцене), шутл. возвращать в исходное положение (τινα Arph.): ἄπορα ἡμῖν πράγματα δαίμων τις εἰσκεκύκληκεν εἰς τὴν οἰκίαν Arph. какой-то демон поставил все в доме вверх дном.
Greek (Liddell-Scott)
εἰσκυκλέω: κυρίως ἐν θεάτρῳ, στρέφω τι πρὸς τὰ ἔσω διὰ μηχανήματος καὶ οὕτως ἀποκρύπτω αὐτὸ ἀπὸ τῶν ὀφθαλμῶν τῶν θεατῶν (ἴδε ἐκκυκλέω), Ἀριστοφ. Θεσμ. 265, πρβλ. Λουκ. Λεξιφάν. 8. - μεταφ., δαίμων πράγματα εἰσκεκύκληκεν εἰς τὴν οἰκίαν, εἰσήνεγκεν, Ἀριστοφ. Σφ. 1475, πρβλ. Ἀθήν. 270Ε.
Greek Monotonic
εἰσκυκλέω: μέλ. -ήσω, στο θέατρο, στρέφω τα σκηνικά προς τα μέσα με τη βοήθεια μηχανήματος, για την εναλλαγή σκηνών στο θέατρο· μεταφ., δαίμων πράγματα εἰσκεκύκληκεν εἰς τὴν οἰκίαν, κάποιος θεός έφερε αναστάτωση μέσα στο σπίτι, σε Αριστοφ.
Middle Liddell
fut. ήσω
in a theatre, to turn a thing inwards by machinery, of changing scenes in a theatre: —metaph., δαίμων πράγματα εἰσκεκύκληκεν εἰς τὴν οἰκίαν some spirit has brought scenes of trouble into the house, Ar.