θηροσκόπος

From LSJ
Revision as of 13:31, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

Διὰ τὰς γυναῖκας πάντα τὰ κακὰ γίγνεται → Mala non videbis fieri nisi per mulieres → Das Leid erwächst uns durch die Frauen allesamt

Menander, Monostichoi, 134
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θηροσκόπος Medium diacritics: θηροσκόπος Low diacritics: θηροσκόπος Capitals: ΘΗΡΟΣΚΟΠΟΣ
Transliteration A: thēroskópos Transliteration B: thēroskopos Transliteration C: thiroskopos Beta Code: qhrosko/pos

English (LSJ)

ον, looking out for wild beasts, epithet of Artemis, h.Hom.27.11, B.10.107, AP6.240 (Phil.).

German (Pape)

[Seite 1210] dem Wilde auflauernd; Artemis, H. h. 27, 11; Philp. 47 (VI, 240).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui guette les animaux sauvages.
Étymologie: θήρ, σκοπέω.

Russian (Dvoretsky)

θηροσκόπος: высматривающий (подстерегающий) диких животных (Ἄρτεμις HH; Ζηνὸς καὶ Λητοῦς κούρη Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

θηροσκόπος: -ον, ἀναζητῶν ἄγρια θηρία, Ὁμ. Ὕμν. 27. 11, Βακχυλ. 10, 107 (ἔκδ. Blass), Ἀνθ. Π. 6. 240.

Greek Monolingual

θηροσκόπος, -ον (Α)
1. (ως επίθ. της Αρτέμιδος) αυτός που θηρεύει θηρία, που αναζητεί άγρια ζώα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θηρ(ο)- + -σκόπος (< σκοπός < σκέπτομαι), πρβλ. οιωνοσκόπος, τερασκόπος].

Greek Monotonic

θηροσκόπος: -ον, αυτός που αναζητά άγρια ζώα, σε Ομηρ. Ύμν.

Middle Liddell

θηρο-σκόπος, ον
looking out for wild beasts, Hhymn.