θυγάτριον
ὦ πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας → you who have licked the labia of many vaginas (Eupolis fr. 52)
English (LSJ)
τό, Dim. of θυγάτηρ, little daughter or girl, Stratt.63, Men.428, PPetr.3p.155 (iii B.C.), Macho ap.Ath.13.581c, Com.Adesp.14.19 D., SIG364.55 (Ephesus, iii B.C.), Plu.Ant. 33, Jul.Or.7.226b.
German (Pape)
[Seite 1221] τό, Töchterlein, Macho bei Ath. XIII, 581 c; Long. 1, 6 u. a. Sp.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
petite fille, fillette.
Étymologie: θυγάτηρ.
Russian (Dvoretsky)
θῠγάτριον: τό [demin. к θυγάτηρ дочка, дочурка Plut., NT.
Greek (Liddell-Scott)
θῠγάτριον: τό, ὑποκορ. τοῦ θυγάτηρ. μικρὰ θυγάτηρ ἢ κόρη, Στράττις ἐν Ἀδήλ. 5, Μένανδρ. ἐν «Ραπιζομένῃ» 5, ἐν Ἀδήλ. 482.
English (Strong)
from θυγάτηρ; a daughterling: little (young) daughter.
English (Thayer)
θυγατριου, τό, a little daughter: Strattis Incert. 5; Menander, Athen., Plutarch, reg. et imper. Apophtheg., p. 179e. (Alex. 6); others.)
Greek Monolingual
θυγάτριον, τὸ (ΑΜ)
μικρή θυγατέρα, κορούλα
μσν.
νέα κοπέλα, κοριτσάκι, κοπελίτσα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. θυγατρ- του θυγάτηρ (πρβλ. γεν. θυγατρ-ός, δοτ. θυγατρ-ί) + υποκορ. κατάλ. -ιον (πρβλ. κοράσιον, παιδίον)].
Chinese
原文音譯:qug£trion 替瓜特里按
詞類次數:名詞(2)
原文字根:(小)女兒
字義溯源:小女孩,小女兒;源自 (θυγάτηρ)*=女孩
出現次數:總共(2);可(2)
譯字彙編:
1) 小女兒(2) 可5:23; 可7:25