θηλυκρατής
From LSJ
φύγεν ἄσμενος ἐκ θανάτοιο → he was glad to have escaped death
English (LSJ)
ές, swaying women, ἔρως A. Ch.599(lyr.).
German (Pape)
[Seite 1207] ἔρως, die Weiber beherrschend, Aesch. Ch. 592.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
qui commande aux femmes.
Étymologie: θῆλυς, κρατέω.
Russian (Dvoretsky)
θηλυκρᾰτής: властвующий над женщинами (ἔρως Aesch.).
Greek (Liddell-Scott)
θηλυκρᾰτής: -ές, ὁ κυβερνῶν τὰς γυναῖκας, ἔρως Αἰσχύλ. Χο. 600.
Greek Monolingual
θηλυκρατής, -ές (Α)
αυτός που κυβερνά τις γυναίκες («θηλυκρατής έρως», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θηλυ- + -κρατής (< κράτος), πρβλ. ακρατής, εγκρατής].
Greek Monotonic
θηλυκρᾰτής: -ές (κρατέω), αυτός που κυβερνά τις γυναίκες, σε Αισχύλ.