λιτότης
τά δέ ἄνευ συμπλοκῆς, οἷον ἄνθρωπος, βοῦς, τρέχει, νικᾷ → and the simple forms of speech, for example: 'man', 'ox', 'runs', 'wins'
English (LSJ)
ητος, ἡ, (λῑτός) A plainness, simplicity, κόσμου Democr.274; τῶν στεφάνων Thphr.Fr.142; τὴν λ. διώκουσι D.S.2.59; λ. διαίτης Cic.Fam.7.26.2; cj. for λεπτότης in Epicur.Sent.Vat.63. II Gramm., a figure of speech, assertion by means of understatement (cf. μείωσις) or negation, Serv. ad Verg.G.2.125, Donat.ad Ter.Hec.775.
French (Bailly abrégé)
ητος (ἡ) :
simplicité, absence d'apprêts.
Étymologie: λιτός.
Russian (Dvoretsky)
λῑτότης: ητος ἡ
1) простота, скромность (περὶ τὴν δίαιταν Diod.; τῶν στεφάνων Plut.);
2) рит. литотес (фигура сдержанного утверждения, но часто с усиленным смыслом, преимущ. в форме отрицания отрицания, напр. οὐ μικρός вм. μέγας: τὸ πρᾶγμ᾽ ἄγειν οὐχ ὡς παρ᾽ οὐδέν Soph. придавать делу немаловажное - или весьма большое - значение).
Greek (Liddell-Scott)
λῑτότης: -ητος, ἡ, τὸ οὐσιαστ. τοῦ λῑτός, ἁπλότης, τὸ ἀπέριττον, περὶ τὴν δίαιταν Διόδ. 2. 59· λ. διαίτης Κικ. ad Fam. 7. 26· ἡ λ. τῶν στεφάνων Πλουτ. Ἀγησ. 36. ΙΙ. παρὰ Γραμμ. σχῆμα λόγου, = μείωσις.
Greek Monotonic
λῑτότης: -ητος, ἡ (λῑτός), απλότητα, σε Πλούτ.
Middle Liddell
λῑτότης, ητος, [λῑτός]
plainness, simplicity, Plut.