μέγαρόνδε
Τίς, ξένος ὦ ναυηγέ; Λεόντιχος ἐνθάδε νεκρὸν εὗρέ σ᾿ ἐπ᾿ αἰγιαλοῦ, χῶσε δὲ τῷδε τάφῳ, δακρύσας ἐπίκηρον ἑὸν βίον· οὐδὲ γὰρ αὐτὸς ἥσυχος, αἰθυίῃ δ᾿ ἶσα θαλασσοπορεῖ. → Who art thou, shipwrecked stranger? Leontichus found thee here dead on the beach, and buried thee in this tomb, weeping for his own uncertain life; for he also rests not, but travels over the sea like a gull.
English (LSJ)
Adv. to the hall, to the women's room, Od.16.413, al.
German (Pape)
[Seite 109] nach Hause, zur Wohnung hin, ins Zimmer, Od. 16, 413 u. sonst.
French (Bailly abrégé)
adv.
à la maison avec mouv.
Étymologie: μέγαρον, -δε.
Russian (Dvoretsky)
μέγᾰρόνδε: adv. домой Hom.
Greek (Liddell-Scott)
μέγᾰρόνδε: Ἐπίρρ., οἴκαδε, Ὀδ. Π. 413, κ. ἀλλ.
Greek Monolingual
μεγαρόνδε (Α)
επίρρ. προς το μέγαρο, προς τον γυναικωνίτη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέγαρον + επιρρμ. κατάλ. -δε].
Greek Monotonic
μέγᾰρόνδε: επίρρ., προς το σπίτι, στο σπίτι, σε Ομήρ. Οδ.
Middle Liddell
[from μέγᾰρον]
homewards, home, Od.