μελίσπονδα
εἰς τετρημένον πίθον ἀντλεῖν → run water into a punctured pitcher, to the perforated jar bale water, labour in vain, labor in vain
English (LSJ)
(sc. ἱερά), τά, drink offerings of honey, μελίσπονδα θύειν Plu.2.464c, 672b, cf. Porph. Abst.2.20.
German (Pape)
[Seite 123] τά, sc. ἱερά, Spende, Trankopfer aus Honig, νηφάλια καὶ μελίσπονδα θύειν, Plut. coh. ira E. u. Symp. 4, 6 E.
French (Bailly abrégé)
ων (τά) :
s.e. ἱερά;
sacrifices où l'on fait des libations de miel.
Étymologie: μέλι, σπένδω.
Russian (Dvoretsky)
μελίσπονδα: τά (sc. ἱερά) возлияние медом (μ. θύειν Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
μελίσπονδα: (ἐξυπ. ἱερά), τά, σπονδαὶ ἐκ μέλιτος, μελίσπονδα θύειν Πλούτ. 2. 464C, 672B· πρβλ. ἐλαιόσπονδα, οἰνόσπονδα.
Greek Monolingual
μελίσπονδα, τὰ (Α)
χοές ή σπονδές από μέλι («ἀοίνους διαγαγεῖν, ὥσπερ νηφάλια καὶ μελίσπονδα θύοντα», Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. ουδ. ενός αμάρτυρου επιθέτου μελίσπονδος (< μέλι + σπονδή)].