νεακόνητος
ἢν μή τις ὥσπερ σφηκιὰν βλίττῃ με κἀρεθίζῃ → may no one squeeze me and tease me like a wasp | may no one smoke me and tease me like a wasp | but if anyone annoys me and rifles my nest, they'll find a wasp inside | still if you wake a wasps' nest then of wasps you must beware
English (LSJ)
ον, newly-whetted, νεακόνητον αἷμα χειροῖν ἔχων S.El.1394 (lyr.); cf. αἷμα ΙΙ fin.
German (Pape)
[Seite 234] neu geschärft, eben erst geschliffen, Hesych., Schol. Soph. El. [Vgl. über das α Lob. zu Phryn. 701.]
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
fraîchement aiguisé.
Étymologie: νέος, ἀκονάω.
Par. νεήκης.
Russian (Dvoretsky)
νεᾱκόνητος: недавно отточенный (αἶμα = ξίφος Soph.).
Greek (Liddell-Scott)
νεᾱκόνητος: -ον, (ἀκονάω) ὁ νεωστὶ ἠκονημένος, γραφὴ τῶν Ἀντιγραφέων ἐν Σοφ. Ἠλ. 1395 νεακόνητον αἷμα χειροῖν ἔχων, ἔνθα ὁ Σχολ. (μετὰ τοῦ Ἡσύχ., Σουΐδ., Ἐτυμολ. Μεγ. καὶ Α. Β 356. 20) ἑρμηνεύει τὴν λέξιν αἷμα διὰ τῆς λέξ. ξίφος· - ἀλλὰ ἡ γραφὴ νεᾱκόνητον δυσκόλως δύναται νὰ θεωρηθῇ ὀρθή, ἀφ’ οὗ τὸ μέτρον ἀπαιτεῖ τὴν β΄ συλλαβὴν βραχεῖαν· ἐντεῦθεν ἡ διάφ. γραφ. παρὰ τῷ Σχολ. νεοκόνητον (ἐκ τοῦ καίνω, κέκονα), νεωστὶ χυθείς, ὡς τὸ νεόφονος· ἀλλὰ καὶ τοῦτο δὲν ἱκανοποιεῖ, ἀφ’ οὗ πρόκειται οὐχὶ περὶ αἵματος χυθέντος, ἀλλὰ περὶ μέλλοντος ἐντὸς ὀλίγου νὰ χυθῇ· ἀλλ’ ἴδε μακρὰν σημείωσιν Jebb. ἐν τόπῳ.
Greek Monolingual
νεακόνητος και νεοκόνητος, -ον (Α)
αυτός που πρόσφατα έχει ακονιστεί («νεακόνητον αἶμα χειροῑν ἔχων», Σοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο)- + ἀκονῶ «ακονίζω»].
Greek Monotonic
νεᾰκόνητος: -ον (ἀκονάω), αυτός που έχει ακονιστεί πρόσφατα, σε Σοφ.