οἰκηματικός
From LSJ
τὸ δὲ ποιεῖν ἄνευ νοῦ ἃ δοκεῖ καὶ σὺ ὁμολογεῖς κακὸν εἶναι: ἢ οὔ → but doing what one thinks fit without intelligence is—as you yourself admit, do you not?—an evil
English (LSJ)
ή, όν, of a dwelling-house or room, D.L.5.55.
German (Pape)
[Seite 300] zum Hause oder Zimmer gehörig, D. L. 5, 55.
Russian (Dvoretsky)
οἰκημᾰτικός: относящийся к дому, домашний (σκεύη Diog. L.).
Greek (Liddell-Scott)
οἰκημᾰτικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων εἰς οἴκημα, τῶν οἰκηματικῶν σκευῶν Διογ. Λ. 5. 55.
Greek Monolingual
οἰκηματικός, -ή, -όν (Α) οίκημα
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο οίκημα, στην οικία («τῶν οἰκηματικῶν σκευῶν», Διογ. Λαέρτ.).