οἰκιστής
English (LSJ)
οῦ, ὁ, colonizer, founder of a city, IG 12.15.30, Hdt.4.159, 6.38, Th.1.24, 3.92, 6.3, etc.; also of those who frame constitutions or charters for a city, Id.3.34, Pl.R.379a; οἱ οἰκισταί = Lat. triumviri coloniae deducendae, App.BC1.24.
German (Pape)
[Seite 301] ὁ, = οἰκιστήρ, Ansiedler, Gründer einer Pflanzstadt, Thuc. 6, 3, νήσων, 1, 4; οἰκισταὶ ἐγένοντο Σπάρτης, Isocr. 4, 61; πόλεως, Plat. Rep. II, 379 a; Sp., wie App.; Luc. Dea Syr. 17.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
c. οἰκιστήρ.
Russian (Dvoretsky)
οἰκιστής: οῦ ὁ
1) колонизатор (νήσων Her., Thuc. etc.);
2) основатель (πόλεως Plat., Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
οἰκιστής: -οῦ, ὁ, ὡς τὸ οἰκιστήρ, ὁ οἰκίζων τόπον τινὰ δι’ ἐποίκων, ὁ ἱδρυτὴς πόλεως, Ἡρόδ. 4. 159, Θουκ. 1. 24., 3. 92., 6. 3, Πλάτ., κτλ.· ἐν Ἀππ. Ἐμφυλ. 1. 24, οἱ οἰκισταὶ εἶναι οἱ παρὰ Ρωμ. triumviri coloniae deducendae.
Greek Monolingual
ο (Α οἰκιστής) οικίζω
αυτός που οικίζει έναν τόπο με εποίκους, ιδρυτής πόλεως ή αποικίας
αρχ.
1. αυτός που καταρτίζει καταστατικούς νόμους για μία πόλη
2. στον πληθ. οἱ οἰκισταί
(στη Ρώμη) οι τρεις άρχοντες, η τριανδρία που επιστατούσαν σε αποικία.
Greek Monotonic
οἰκιστής: -οῦ, ὁ (οἰκίζω), αποικιστής, ιδρυτής μιας πόλης, σε Ηρόδ., Θουκ.
Middle Liddell
οἰκιστής, οῦ, ὁ, οἰκίζω
a coloniser, founder of a city, Hdt., Thuc.