πάγκυφος

From LSJ
Revision as of 15:05, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

τί δὲ βλέπεις τὸ κάρφος τὸ ἐν τῷ ὀφθαλμῷ τοῦ ἀδελφοῦ σου, τὴν δὲ ἐν τῷ σῷ ὀφθαλμῷ δοκὸν οὐ κατανοεῖς → why do you look at the speck of sawdust in your brother's eye and pay no attention to the plank in your own eye | and why beholdest thou the mote that is in thy brother's eye, but considerest not the beam that is in thine own eye | why do you see the speck that is in your brother's eye, but don't consider the beam that is in your own eye

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πάγκῡφος Medium diacritics: πάγκυφος Low diacritics: πάγκυφος Capitals: ΠΑΓΚΥΦΟΣ
Transliteration A: pánkyphos Transliteration B: pankyphos Transliteration C: pagkyfos Beta Code: pa/gkufos

English (LSJ)

ον, quite crooked, π. ἐλαία the sacred olive-tree in the citadel at Athens, because of its dwarfed and twisted shape, Ar.Fr.727.

German (Pape)

[Seite 436] ganz krumm, ἐλάα, Ar. frg. 664 bei Poll. 6, 163, der heilige Oelbaum auf der Burg in Athen, weil er krumm und niedrig war.

Russian (Dvoretsky)

πάγκῡφος: (о священном масличном дереве на афинском Акрополе) весь искривленный (ἐλαία Arph.).

Greek (Liddell-Scott)

πάγκῡφος: τό, ἐντελῶς κυφός, π. ἐλαία, ἡ ἱερὰ ἐπὶ τῆς Ἀκροπόλεως ἐλαία, ὡς ἐκ τῆς χθαμαλότητος αὐτῆς καὶ τοῦ συνεστραμμένου σχήματος, Ἀριστόφ. Ἀποσπάσμ. 664· πρβλ. Müller Archäol d. Kunst § 371. 3. - Καθ’ Ἡσύχ.: «πάγκυφος· ἐλαίας εἶδός τι κατακεκυφὸς καὶ ταπεινὸν ἐν τῇ ἀκροπόλει».

Greek Monolingual

πάγκυφος, -ον (Α)
1. εντελώς κυφός, τελείως κυρτός, καμπουριασμένος
2. φρ. «πάγκυφος ἐλαία» — η ιερή ελιά της Ακροπόλεως η οποία ονομάστηκε έτσι εξαιτίας του συνεστραμμένου σχήματος του κορμού και της κυφότητας που παρουσίαζε.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + κυφός (< κύπτω)].