παρακατακλίνω

From LSJ
Revision as of 15:10, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

Πρόσεχε τῷ ὑποκειμένῳ ἢ τῇ ἐνεργείᾳ ἢ τῷ δόγματι ἢ τῷ σημαινομένῳ. → Look to the essence of a thing, whether it be a point of doctrine, of practice, or of interpretation.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παρακατακλίνω Medium diacritics: παρακατακλίνω Low diacritics: παρακατακλίνω Capitals: ΠΑΡΑΚΑΤΑΚΛΙΝΩ
Transliteration A: parakataklínō Transliteration B: parakataklinō Transliteration C: parakataklino Beta Code: parakatakli/nw

English (LSJ)

[ῑ], lay down beside, put to bed with, τινά τινι Aeschin.2.149, Luc.DDeor.6.4, Artem.4.61.

German (Pape)

[Seite 481] (s. κλίνω), daneben, dabei niederlegen; ins Bett zur ehelichen Gemeinschaft, τὴν ἑαυτοῦ γυναῖκά τινι, Aesch. 2, 149, wie Luc. D. D. 6, 4; Ath. VIII, 351 e u. Sp.

French (Bailly abrégé)

faire coucher auprès de ; Pass. se coucher ou être couché auprès de, τινι.
Étymologie: παρά, κατακλίνω.

Russian (Dvoretsky)

παρακατακλίνω: (ῑ) класть рядом в постель (τινά τινι Aeschin., Luc.).

Greek (Liddell-Scott)

παρακατακλίνω: [ῑ], κατακλίνω τινὰ πλησίον τινός, τινά τινι Αἰσχίν. 48.10, Λουκ. Θεῶν Διάλ. 6. 4.

Greek Monolingual

Α
βάζω κάποιον να ξαπλώσει δίπλα σε κάποιον («ἀλλ' οὐ Κνωσίωνι τὴν ἑαυτοῦ γυναίκα παρακατακλίνων», Αισχίν.).

Greek Monotonic

παρακατακλίνω: [ι], εναποθέτω παραδίπλα, βάζω κάποιον στο κρεβάτι, τον βάζω για ύπνο με κάτι, τινά τινι, σε Αισχίν., σε Λουκ.

Middle Liddell


to lay down beside, to put to bed with, τινά τινι Aeschin., Luc.