πέταλος
κάμψαι διαύλου θάτερον κῶλον πάλιν → bend back along the second turn of the race, turning the bend and coming back for the second leg of the double run, run the homeward course, retrace one's steps
German (Pape)
[Seite 604] ion. πέτηλος, ausgebreitet, dah. breit, flach, πετάλας μάκωνος, Diod. Zon. 6 (IX, 226). – Übertr. auch μόσχοι, mit Hörnern, die sich auseinander sperren, ausgewachsene Kälber, Ath. IX, 376 a; Hesych.
French (Bailly abrégé)
η, ον :
1 étendu et plat;
2 développé, déjà grand (jeune animal);
3 allongé (sur ses jambes).
Étymologie: R. Πετ, se déployer, cf. πετάννυμι.
Russian (Dvoretsky)
πέτᾰλος: ион. πέτηλος 3 распростертый, широкий: πέταλαι μάκωνες Anth. широкие поля мака.
Greek (Liddell-Scott)
πέτᾰλος: Ἰων. πέτηλος, -η, -ον, πλατύς, πεπταμένος, Ἀνθ. Π. 9. 226· κατὰ τὸ πλεῖστον ἐν τῷ συνθέτ. ἐκπέταλος. ΙΙ. μεταφορ., ἐπὶ ζῴων, ὁ ἔχων πλήρη ἀνάπτυξιν, μέγας, μόσχοι, Ἀθήν. 376Α· οὕτως, ὗς πεταλὶς Ἀχαιός, αὐτόθι· πρβλ. Ἡσύχ.
Greek Monolingual
-ον, Α
βλ. πέτηλος.
Greek Monotonic
πέτᾰλος: Ιων. πέτηλος, -η, -ον, πλατύς, φαρδύς, σε Ανθ.