σιδηροτομέω
From LSJ
Δέσποινα γὰρ γέροντι νυμφίῳ γυνή → Mulier fit domina sponso, simulac senuerit → Die Frau beherrscht, sobald er alt, den Bräutigam
English (LSJ)
cut or cleave with iron, ib.311 (Id.).
German (Pape)
[Seite 880] mit Eisen schneiden, spalten, Philp. 34 (IX, 311).
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
couper avec du fer.
Étymologie: σίδηρος, τέμνω.
Russian (Dvoretsky)
σῐδηροτομέω: рассекать железом (τινα Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
σῐδηροτομέω: κόπτω, τέμνω, χωρίζω, σχίζω διὰ σιδήρου, Ἀνθ. Π. 9. 311.
Greek Monotonic
σῐδηροτομέω: μέλ. -ήσω (τέμνω), αυτός που τέμνει, κόβει ή σχίζει με σιδερένιο εργαλείο, με ξίφος, σε Ανθ.
Middle Liddell
σῐδηρο-τομέω, fut. -ήσω τέμνω
to cut or cleave with iron, Anth.