σεμνολόγημα

From LSJ
Revision as of 15:45, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

Ζῶμεν πρὸς αὐτὴν τὴν τύχην οἱ σώφρονες → Fortunae arbitrio nos modesti vivimus → Wir Weise leben mit dem Ziel des Glücks allein

Menander, Monostichoi, 189
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σεμνολόγημα Medium diacritics: σεμνολόγημα Low diacritics: σεμνολόγημα Capitals: ΣΕΜΝΟΛΟΓΗΜΑ
Transliteration A: semnológēma Transliteration B: semnologēma Transliteration C: semnologima Beta Code: semnolo/ghma

English (LSJ)

ατος, τό, = σεμνολογία (boasting, impressiveness), A pride, S.E.P.3.201. II anything that one may be proud of, τὰ πάτρια σ. D.C.50.27, cf. Him.Ecl.16.1.

German (Pape)

[Seite 871] τό, würdevolle, feierliche, ernsthafte od. vornehme Rede, ein Gegenstand, mit dem man prahlen, worauf man stolz sein kann; Sp., wie S. Emp. pyrrh. 3, 201; D. Cass. 50, 27; s. B. A. 468.

Russian (Dvoretsky)

σεμνολόγημα: ατος τό предмет гордости, гордость Sext.

Greek (Liddell-Scott)

σεμνολόγημα: τό, = τῷ ἑπομ., ὑπερηφανία, σέμνωμα, «καμάρι», Σέξτ. Ἐμπ. π. Π. 3. 201. ΙΙ. πᾶν πρᾶγμα περὶ οὗ ὁ ἄνθρωπος δύναται νὰ καυχηθῇ, Δίων Κ. 50. 27.

Greek Monolingual

-ήματος, τὸ, Α σεμνολογῶ
1. υπερηφάνεια, καμάρι
2. καθετί για το οποίο μπορεί κανείς να καυχηθεί.