ταριχευτής
σκηνὴ πᾶς ὁ βίος καὶ παίγνιον: ἢ μάθε παίζειν, τὴν σπουδὴν μεταθείς, ἢ φέρε τὰς ὀδύνας → all life is a stage and a play: either learn to play laying your gravity aside, or bear with life's pains | the world's a stage, and life's a toy: dress up and play your part; put every serious thought away—or risk a broken heart | Life's a performance. Either join in lightheartedly, or thole the pain. | this life a theatre we well may call, where every actor must perform with art, or laugh it through, and make a farce of all, or learn to bear with grace his tragic part
English (LSJ)
οῦ, ὁ, A embalmer, of mummies, Hdt.2.89, PEleph.8.5 (iii B.C.), UPZ 102.8 (ii B.C.), Phld.Sign.2, D.S.1.91. 2 pickler, PFay.13.4 (ii B.C.), etc.
German (Pape)
[Seite 1071] ὁ, der einsalzt, einpökelt, einbalsamirt, Her. 2, 89.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
qui sale ou embaume.
Étymologie: ταριχεύω.
Russian (Dvoretsky)
τᾰρῑχευτής: οῦ ὁ бальзамировщик Her., Diod.
Greek (Liddell-Scott)
τᾰρῑχευτής: -οῦ, ὁ, ὁ ταριχεύων, βαλσαμώνων νεκρὰ σώματα, Ἡρόδ. 2. 89, Διόδ. 1. 91· ― παρὰ Μενέθωνι 4. 267, τᾰρῑχευτήρ, ῆρος· παρὰ Τζέτζ. τᾰρῑχεύς, έως.
Greek Monolingual
ο, ΝΑ ταριχεύω
1. τεχνίτης ειδικός στην ταρίχευση νεκρών
2. τεχνίτης ειδικευμένος στη διατήρηση τροφίμων με πάστωμα ή με κάπνισμα.
Greek Monotonic
τᾰρῑχευτής: -οῦ, ὁ, βαλσαμωτής νεκρών σωμάτων, λέγεται για τις μούμιες, σε Ηρόδ.
Middle Liddell
τᾰρῑχευτής, οῦ, ὁ, [from τᾰρῑχεύω]
an embalmer, of mummies, Hdt.