ταχυήρης

From LSJ
Revision as of 16:05, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

ἀρκετὸν τῇ ἡμέρᾳ ἡ κακία αὐτῆς → sufficient unto the day is the evil thereof, each day has enough trouble of its own, there is no need to add to the troubles each day brings (Matthew 6:34)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τᾰχῠήρης Medium diacritics: ταχυήρης Low diacritics: ταχυήρης Capitals: ΤΑΧΥΗΡΗΣ
Transliteration A: tachyḗrēs Transliteration B: tachyērēs Transliteration C: tachyiris Beta Code: taxuh/rhs

English (LSJ)

ες, fast-rowing, rapid, A.Supp.32 (anap.), Opp.H.4.569.

German (Pape)

[Seite 1076] ες, schnell oder leicht rudernd, ὸχος, Aesch. Suppl. 32.

Russian (Dvoretsky)

τᾰχῠήρης: быстро гребущий, т. е. быстроходный (ὄχος Aesch.).

Greek (Liddell-Scott)

τᾰχυήρης: -ες, ὁ ταχέως κωπηλατούμενος, ταχύς, ὁρμητικός, Αἰσχύλ. Ἱκ. 33, Ὀππ. Ἁλ. 4. 569.

Greek Monolingual

-ύηρες, Α
(ποιητ. τ.)
1. αυτός που κωπηλατείται γρήγορα («ξὺν ὄχῳ ταχυήρει πέμψατε πόντονδε», Αισχύλ.)
2. (κατ' επέκτ.) ταχύς, ορμητικός («αἵ δ' ὑπὸ μαρμαρυγῆς ταχυήρεος... φυζαλέαι θρώσκουσι», Οππ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ταχυ- + -ήρης (ΙΙ) (πρβλ. τρι-ήρης)].