τηλεφανής

From LSJ
Revision as of 16:10, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

καιρὸς πρὸς ἀνθρώπων βραχὺ μέτρον ἔχει → time and tide wait for no man

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τηλεφᾰνής Medium diacritics: τηλεφανής Low diacritics: τηλεφανής Capitals: ΤΗΛΕΦΑΝΗΣ
Transliteration A: tēlephanḗs Transliteration B: tēlephanēs Transliteration C: tilefanis Beta Code: thlefanh/s

English (LSJ)

ές, Aeol. πηλεφάνης [ᾰ] prob. in Alc. Oxy.1788 Fr.1.7:—A far-seen, conspicuous, τύμβος Od.24.83; πῦρ Pi. Fr.129.7, Aret.SD2.13; πέτρα Men.312 (anap.); σκοπιαί Ar.Nu.281 (lyr.). 2 metaph. of hearing, heard plainly from afar, ἀχώ S. Ph.189 (lyr.), cf. τηλωπός 2.

German (Pape)

[Seite 1106] ές, fernher scheinend, von fern gesehen, aus der Ferne sichtbar; τύμβος, Od. 24, 83; πῦρ, Pind. frg. 95; σκοπιαί, Ar. Nubb. 282; übertr. auf andere Sinne, weit vernehmbar, ἀχώ, Soph. Phil. l 89.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
1 qui apparaît ou qu’on voit de loin;
2 p. anal. qu’on entend de loin, qui fait entendre de loin (des gémissements).
Étymologie: τῆλε, φαίνω.

Russian (Dvoretsky)

τηλεφᾰνής:
1) видный далеко, издалека заметный (τύμβος Hom.; σκοπιαί Arph.);
2) далеко слышный, отдаленный (ἀχώ Soph.).

Greek (Liddell-Scott)

τηλεφᾰνής: -ές, ὁ φαινόμενος ἢ ὁρώμενος μακρόθεν, περιφανής, τύμβον... ἀκτῇ ἔπι προεχούσῃ... ὥς κεν τηλεφανὴς ἐκ ποντόφιν ἀνδράσιν εἴη Ὀδ. Ω. 83· πυρὶ τηλεφανεῖ Πινδ. Ἀποσπάσ. 95. 7· τηλεφανεῖς σκοπιὰς Ἀριστοφ. Νεφ. 281, πρβλ. τηλαυγὴς ΙΙ. 2) μεταφορ., ἐπὶ ἀκοῆς, ὁ σαφῶς μακρόθεν ἀκουόμενος, ἀλλ’ ὁ Jebb ἑρμηνεύει, ἡ Ἠχὼ φαινομένη μακρόθεν (ὡς νύμφη δηλ.), πικραῖς οἰμωγαῖς ὑπακούει, ἀποκρίνεται εἰς τὰς πικρὰς οἰμωγάς, Σοφ. Φιλ. 189, πρβλ. τηλωπὸς 2.

English (Autenrieth)

ές (φαίνομαι): conspicuous far and wide, Od. 24.83†.

English (Slater)

τηλεφᾰνής shining from afar τηλεφανέσσι (Bücheler e codd. Lactantii) fr. 44. πυρὶ τηλεφανεῖ Θρ. 7. 9.

Greek Monolingual

-ές και αιολ. τ. πηλεφάνης Α
1. ο ορατός από μακρινή απόστασητύμβος... τηλεφανής», Ομ. Οδ.)
2. μτφ. αυτός που ακούγεται μακριά («ἀχώ τηλεφανής», Σοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τηλ(ε)- + -φανής (< φαίνω, φαίνομαι), πρβλ. ἀρτι-φανής].

Greek Monotonic

τηλεφᾰνής: -ές (φαίνομαι
1. αυτός που φαίνεται ή αντικρίζεται από μακριά, καταφανής, σε Ομήρ. Οδ., Αριστοφ.
2. λέγεται για ήχο, αυτός που ακούγεται καθαρά από μακριά, σε Σοφ.

Middle Liddell

τηλε-φᾰνής, ές [φαίνομαι]
1. appearing afar, far-seen, conspicuous, Od., Ar.
2. of sound, heard plainly from afar, Soph.