φυτώνυμος

From LSJ
Revision as of 16:45, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut

Menander, Monostichoi, 234
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φῠτώνῠμος Medium diacritics: φυτώνυμος Low diacritics: φυτώνυμος Capitals: ΦΥΤΩΝΥΜΟΣ
Transliteration A: phytṓnymos Transliteration B: phytōnymos Transliteration C: fytonymos Beta Code: futw/numos

English (LSJ)

ον, named from a plant or tree, AP14.34, Ach.Tat.2.14.

German (Pape)

[Seite 1320] von einer Pflanze od. einem Baume den Namen habend, νῆσός τις πόλις ἐστὶ φυτώνυμον αἷμα λαχοῦσα Ep. ad. paralip. 156 (XIV, 34) aus dem Orakel, welches bei Ach. Tat. 2, 14 steht.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui tire son nom d'une plante ou d'un arbre.
Étymologie: φυτόν, ὄνομα.

Russian (Dvoretsky)

φῠτώνῠμος: получивший свое название от растения (πόλις Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

φῠτώνῠμος: -ον, ὁ λαβὼν τὸ ὄνομα ἔκ τινος φυτοῦ ἢ δένδρου, Ἀνθ. Π. 14. 34, Ἀχιλλ. Τάτ. 2. 14.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που έχει πάρει το όνομα του από ένα φυτό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φυτόν + -ώνυμος (< ὄνυμα, αιολ. τ. του ὄνομα), πρβλ. πατρ-ώνυμος. Το -ω- του τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως].

Greek Monotonic

φῠτώνῠμος: -ον, αυτός που πήρε το όνομά του από κάποιο φυτό ή δέντρο, σε Ανθ.

Middle Liddell

φῠτ-ώνῠμος, ον,
named from a plant or tree, Anth.