φιλοπονία

From LSJ
Revision as of 16:50, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

ὅτι χρὴ τοῦ μέλιτος ἄκρῳ δακτύλῳ, ἀλλὰ μὴ κοίλῃ χειρὶ γεύεσθαι → that honey should be tasted with the fingertip and not by the handful

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φῐλοπονία Medium diacritics: φιλοπονία Low diacritics: φιλοπονία Capitals: ΦΙΛΟΠΟΝΙΑ
Transliteration A: philoponía Transliteration B: philoponia Transliteration C: filoponia Beta Code: filoponi/a

English (LSJ)

ἡ, love of labour, industry, Pl.R.535d, Stoic.3.64, 171, Phld.Rh.1.115 S., TAM2(1).283 (Xanthus); καρτερία καὶ φ. Pl.Alc.1.122c; ἡ περὶ τὴν παιδείαν φ. Isoc. 1.45; pl., Id.15.291, Plb.8.10.6, etc.; ἡ τῶν δρόμων φ. laborious practice of... D.61.24; φ. ἐν τοῖς γυμνασίοις ib.26; so, as an event in competitions of ἔφηβοι, SIG1061.5 (Samos, ii A. D.).

German (Pape)

[Seite 1284] ἡ, Liebe, Lust zur Arbeit, Arbeitsamkeit; Plat. Rep. VII, 535 c; καὶ καρτερία Alc. I, 122 c; περί τι, Isocr. 1, 45; Pol. 8, 12, 6.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
amour du travail, habitudes laborieuses.
Étymologie: φιλόπονος.

Russian (Dvoretsky)

φιλοπονία:трудолюбие, усердие, прилежание Plat., Polyb.: ἡ περί τι φ. Isocr. и ἡ φ. τινός Dem. усиленная работа над чем-л.

Greek (Liddell-Scott)

φῐλοπονία: ἡ, ἡ πρὸς τοὺς κόπους ἀγάπη, ἡ ἀγάπη τῆς ἐργασίας, ἐργατικότης, φιλεργία, Πλάτ. Πολ. 535C, D· φιλ. καὶ καρτερία ὁ αὐτ. ἐν Ἀλκ. 1. 122C· ἡ περί τι φ. Ἰσοκρ. 12Α· πληθ., ὁ αὐτ. π. Ἀντιδ. §, 310, Πολύβ., κλπ.· φ. τινός, ἡ μετὰ κόπου ἐξεργασία πράγματός τινος, Δημ. 1408, 21· οὕτω, φ. ἐν τοῖς γυμνασίοις ὁ αὐτ. 1409. 11.

Greek Monolingual

η, ΝΜΑ φιλόπονος
η ιδιότητα του φιλόπονου, φιλεργία, εργατικότητα
αρχ.
φρ. «φιλοπονία τινός» — η κοπιαστική επεξεργασία ενός πράγματος (Δημοσθ.).

Greek Monotonic

φῐλοπονία: ἡ, αγάπη για δουλειά, εργατικότητα, δραστηριότητα, σε Πλάτ.· φιλοπονία τινός, κοπιαστική δουλειά για κάποιο πράγμα, σε Δημ.

Middle Liddell

φῐλοπονία, ἡ,
love of labour, laboriousness, industry, Plat.; φ. τινός laborious practice of a thing, Dem.

English (Woodhouse)

diligence, industry

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)