ἀκτινοβολία
Βέβαιον οὐδέν ἐστιν ἐν θνητῷ βίῳ → Nihil, ut videtur, proprium in vita datur → Nichts Festes gibt's im Leben eines Sterblichen
English (LSJ)
ἡ, A shooting of rays, emission of rays, irradiation, Plu. 2.781a. II Astrol., aspecting from the left, appearance from the left Thessal. in Cat. Cod.Astr.8(3).138, Porph.Intr.p.18†:—also ἀκτινηβολίη, ἀκτινοβολή Man.1.322.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
1 emisión de rayos Plu.2.781a, Porph.in Ptol.189.
2 astrol. aspecto por la izquierda Vett.Val.134.17, Thessal. en Cat.Cod.Astr.8(3).138.
German (Pape)
[Seite 86] ἡ, das Strahlenwerfen, Plut. ad princ. iner. 3 u. Sp.
Russian (Dvoretsky)
ἀκτῑνοβολία: ἡ лучеиспускание, сверкание (βρονταὶ καὶ κεραυνοὶ καὶ ἀκτινοβολίαι Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀκτῑνοβολία: ἡ, ἡ ἐκπομπὴ ἀκτίνων, Πλούτ. 2. 781Α: παρὰ Μανέθ. 1. 322· ἀκτινηβολίη.
Greek Monolingual
η (Α ἀκτινοβολία) ἀκτινοβόλος
εκπομπή ακτίνων, ακτινοβόλημα
νεοελλ.
1. λάμψη, αντανάκλαση, ανταύγεια
2. η επίδραση για τη διάπλαση πνεύματος και ήθους
3. (Φυσ.) η ροή ή το ρεύμα ατομικών ή υποατομικών σωματιδίων και κυμάτων, όπως είναι αυτά που συνδέονται με τις θερμικές και τις φωτεινές ακτίνες ή με τις ακτίνες Χ.