ἀμφιτειχής

From LSJ
Revision as of 17:30, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀμφιτειχής Medium diacritics: ἀμφιτειχής Low diacritics: αμφιτειχής Capitals: ΑΜΦΙΤΕΙΧΗΣ
Transliteration A: amphiteichḗs Transliteration B: amphiteichēs Transliteration C: amfiteichis Beta Code: a)mfiteixh/s

English (LSJ)

ές, encompassing the walls, λεώς A.Th.291.

Spanish (DGE)

-ές que cerca las murallas λεώς A.Th.291.

German (Pape)

[Seite 144] ές (τεῖχος), die Mauer umzingelnd, λεώς Aesch. Sept. 272.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
qui entoure les remparts.
Étymologie: ἀμφί, τεῖχος.

Russian (Dvoretsky)

ἀμφιτειχής: обступивший (городские) стены, т. е. ведущий осаду (λεώς Aesch.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀμφιτειχής: -ές, ὁ περιβάλλων τὰ τείχη, λεὼς Αἰσχύλ. Θήβ. 290.

Greek Monolingual

ἀμφιτειχής, -ές (Α)
αυτός που περιβάλλει, περικυκλώνει τα τείχη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι- + -τειχὴς < τεῖχος.

Greek Monotonic

ἀμφιτειχής: -ές (τεῖχος), αυτός που «αγκαλιάζει», περικυκλώνει τα τείχη, σε Αισχύλ.

Middle Liddell

τεῖχος
encompassing the walls, Aesch.