ἀνθεμίς

From LSJ
Revision as of 17:45, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

Ζῆν οὐκ ἄξιος, ὅτῳ μηδὲ εἷς ἐστι χρηστὸς φίλοςLife is not worth living if you do not have at least one friend.

Democritus, DK 68b22
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνθεμίς Medium diacritics: ἀνθεμίς Low diacritics: ανθεμίς Capitals: ΑΝΘΕΜΙΣ
Transliteration A: anthemís Transliteration B: anthemis Transliteration C: anthemis Beta Code: a)nqemi/s

English (LSJ)

ίδος, ἡ,
A = ἄνθος, J.AJ12.2.10,AP6.267 (Diotim.).
2 chamomile, Nic.Fr.74.37; ἀνθεμὶς λευκή = Matricaria chamomilla, wild chamomile, ἀνθεμὶς μελίνη = Anthemis tinctoria, dyer's chamomile, ibid.; ἀνθεμὶς πορφυρᾶ = Anthemis rosea, ibid., Dsc.3.137.
b = ἀνθυλλίς, Ps.-Dsc.3.136; = ἀργεμώνη, Id.2.177; = ἀμάρακον, Id.3.138:—also ἀνθεμίσιον, τό, Alex.Trall.9.1.
3 Ἀνθεμίς, old name of Samos.

Spanish (DGE)

-ίδος, ἡ
1 flor περιεστέφετο δὲ τὰ χείλη ... ἀνθεμίσι I.AI 12.80, cf. AP 6.267 (Diotim.).
2 bot. manzanilla común, Matricaria chamomilla L., Nic.Fr.74.37, Dsc.3.137, Plin.HN 21.99, Ps.Apul.Herb.60.13
tb. llamada ἀνθεμὶς λευκά, ἀνθεμὶς μελίνα = manzanilla de tintes, Anthemis tinctoria L., Dsc.3.137
ἀνθεμὶς πορφυρᾶ = manzanilla fina, Anthemis rosea Sibth., Dsc.3.137.
3 bot. otro n. de la ἀνθυλλίς Ps.Dsc.3.136, de la ἀργεμώνη Ps.Dsc.2.177, del ἀμάρακον Ps.Dsc.3.138, Hsch.

German (Pape)

[Seite 231] ίδος, ἡ, die Blume, Diotim. 2 (VI, 267). Bei Diosc. u. A. eine Pflanze, Kamille.

French (Bailly abrégé)

ίδος (ἡ) :
1 fleur;
2 particul. camomille.
Étymologie: ἄνθος.

Russian (Dvoretsky)

ἀνθεμίς: ίδος ἡ Anth. = ἄνθος I.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνθεμίς: -ίδος, ἡ, = ἄνθος, Ἀνθ. Π. 6. 267. 2) εἶδος βοτάνης ὡς τὸ χαμαίμηλον, Διοσκ. 3. 144, Νίκανδρ. παρ’ Ἀθην. 683Ε (Ἀποσπ. 2. 37): ― ὡσαύτως ἀνθεμίσιον (-ίδιον;), τό, «ὃ λέγεται καὶ χαμαίμηλον» Ἀλέξ. Τραλλ. 7. 20.

Greek Monolingual

η (ΑΝ) άνθεμον
ονομασία για πολλά ποώδη φυτά (οικ. Σύνθετα), αγριοχαμομήλι, μαργαρίτα
μσν.
αμάρακος, ματζουράνα
αρχ.
(γενικά) το άνθος.