ἀρδεία
Τοὺς δούλους ἔταξεν ὡρισμένου νομίσματος ὁμιλεῖν ταῖς θεραπαινίσιν → He arranged for his male slaves to have sex with female slaves at a fixed price (Plutarch, Life of Cato the Elder 21.2)
English (LSJ)
ἡ, irrigation, Str.4.6.7, Plu.2.688a (pl.), BGU283.6 (ii A.D.); εἰς ἀρδείαν τῆς γῆς Wilcken Chr.461.24 (iii A.D.); of a horse, εἰς ἀρδείαν ἄγειν Ael.NA7.12.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
1 riego, irrigación τῆς ἀρδείας στερομένους (τοὺς γεωργοῦντας) Str.4.6.7, ἀρδείαις ποτίζομεν Plu.2.687f, ἀ. τῆς γῆς BGU 283.6 (II d.C.), cf. PCair.Isidor.138, PGrenf.1.57.14 (VI d.C.), PMasp.2.2.22 (VI d.C.), Hsch.
2 acción de abrevar ἵππον ἐς ἀρδείαν ἄγειν llevar el caballo a abrevar Ael.NA 7.12.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
1 arrosement, irrigation;
2 action d'abreuver le bétail.
Étymologie: ἀρδεύω.
Russian (Dvoretsky)
ἀρδεία: ἡ орошение: ἀρδείαις ποτιζόμενα Plut. (искусственно) орошаемые (поливные) земли.
Greek (Liddell-Scott)
ἀρδεία: ἡ, (ἄρδω) ἄρδευμα, πότισμα τῶν ἀγρῶν, Στράβ. 205, Πλούτ. 2. 687F· τῶν κτηνῶν, εἰς ἀρδείαν ἄγειν Αἰλ. π. Ζ. 7. 12
Greek Monolingual
ἀρδεία, η (AM) αρδεύω
άρδευση, πότισμα γης ή ζώων.
Greek Monotonic
ἀρδεία: ἡ (ἄρδω), άρδευση, πότισμα αγρών, σε Στράβ.