ἁμαξιαῖος

From LSJ
Revision as of 18:40, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

ὑμῖν ἔξεστι εὐδαίμοσι γενέσθαι → to you it is permitted to be joyful, it is permitted to be happy, it is permitted to be fortunate, vobis licet esse beatis

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἁμαξιαῖος Medium diacritics: ἁμαξιαῖος Low diacritics: αμαξιαίος Capitals: ΑΜΑΞΙΑΙΟΣ
Transliteration A: hamaxiaîos Transliteration B: hamaxiaios Transliteration C: amaksiaios Beta Code: a(maciai=os

English (LSJ)

α, ον, large enough to load a wagon, λίθος X.HG2.4.27, Arist.Mir.838b1, D.55.20, Diph. 38, cf.IG22.463.45, Ἐφ.Ἀρχ. 1895.59: metaph., ἁ. ῥῆμα of big words, Com.Adesp.836; ἁ. χρήματα money in cart-loads, ib.835.

Spanish (DGE)

-α, -ον
• Prosodia: [ᾰ-]
como para cargar un carro λίθος X.HG 2.4.27, Arist.Mir.838b1, D.55.20, Diph.38.6, IG 22.463.45 (IV a.C.), cf. 12.313.97 (V a.C.), γόγγροι Eudox.Fr.318, ἁ. χρήματα dinero a carretadas, Com.Adesp.835
fig. ἁμαξιαῖα ῥήματα palabras de una carretada e.d. muy largas Polyzel.6A, Canthar.6B, Diogenian.1.3.41.

German (Pape)

[Seite 115] α, ον, so groß, daß zum Fortschaffen, in Wagen nöthig ist, λίθοι Xen. An. 4, 2, 3; Hell. 2, 4. 27; vgl. Diphil. Ath. IV, 165 f, γρήματα B. A. 24. ῥήματα Diogen. 3, 41, = μεγάλα κομπάσματα: γόγγροι Ath. VII. 288 c.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
énorme, litt. qui ferait la charge d'un chariot.
Étymologie: ἅμαξα.

Russian (Dvoretsky)

ἁμαξιαῖος: величиною с воз или могущий заполнить целый воз, т. е. огромный (λίθος Xen., Arst., Dem., Diod.).

Greek (Liddell-Scott)

ἁμαξιαῖος: -α, -ον, ἀρκούντως μέγας ὥστε νὰ πληρώσῃ ὁλόκληρον ἅμαξαν, λίθος Ξεν. Ἑλλ. 2. 4. 27, Ἀριστ. περὶ Θαυμ. Ἀκουσμ. 98, Δημ. 1277. 12, Δίφιλ. ἐν «Ἐναγίσμασιν» 1. 6: ― μεταφ. ἁμαξ. (ῥήματα) «μεγάλα κομπάσματα», ἐπὶ πομπωδῶν λέξεων, Παροιμ. Διογενιαν. ΙΙΙ. 41: ἁμαξ. χρήματα, «μεγάλα, ἃ φέροι ἂν ἅμαξα, οὐκ ἄνθρωποςὑποζύγιον, Κωμ. Ἀνών. 256 (Α. Β. 24. 32).

Greek Monolingual

ἁμαξιαῖος και -ξαῖος, -α, -ον (Α)
1. αυτός που έχει τόσο όγκο, ώστε να γεμίζει μιαν άμαξα
2. φρ. «ἁμαξιαῖα ρήματα», πομπώδεις φράσεις, παχιά λόγια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἅμαξα + παραγ. κατάλ. -ιαῖος, ο δε τ. ἁμαξαῖος < ἅμαξα + παραγ. κατάλ. -αῖος].

Greek Monotonic

ἁμαξιαῖος: -α, -ον (ἅμαξα), μεγάλος αρκετά ώστε να φορτώσει ολόκληρη άμαξα, λίθος, σε Ξεν. κ.λπ.

Middle Liddell

ἅμαξα
large enough to load a wagon, λίθος Xen., etc.