ἐκπέλει
κρατίστην εἶναι δημοκρατίαν τὴν μήτε πλουσίους ἄγαν μήτε πένητας ἔχουσαν πολίτας → the best democracy is that in which the citizens are neither very rich nor very poor (Thales/Plutarch)
English (LSJ)
impers., = ἔξεστι, it is permitted or allowed, S.Ant.478:— Hsch. has ἐξέπηλεν (leg. ἐξέπελεν) · ἐξεγένετο.
Spanish (DGE)
impers. es lícito, está permitido οὐ γὰρ ἐκπέλει φρονεῖν μέγ' ὅστις δοῦλός ἐστι τῶν πέλας no debe tener pensamientos orgullosos quien es esclavo de los de alrededor S.Ant.478, cf. ἐξέπελεν· ἐξεγένετο Hsch.
German (Pape)
[Seite 771] impers. = ἔξεστι, Soph. Ant. 474.
French (Bailly abrégé)
il est permis.
Étymologie: ἐκ, πέλω.
Russian (Dvoretsky)
ἐκπέλει: impers. (= ἔξεστι) позволено, можно: οὐκ ἐ. Soph. не следует, нельзя.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκπέλει: ἀπρόσ., = ἔξεστι, ἐπιτρέπεται, εἶναι δυνατόν, Σοφ. Ἀντ. 478.
Greek Monolingual
ἐκπέλει (Α)
απρόσ. επιτρέπεται, είναι δυνατό.
Greek Monotonic
ἐκπέλει: απρόσ., ἔξεστι, συμβαίνει, σε Σοφ.