ἐνεπάγομαι
From LSJ
Ἔστιν τι κἀν κακοῖσιν ἡδονῆς μέτρον → Voluptas aliqua inest vel infortunio → Es wohnt im Leid auch ein begrenztes Maß an Lust
English (LSJ)
[ᾰ], Med., atlack, Aesop.234.
Spanish (DGE)
atacar, acometer ὁ κώνωψ ἐνεπήγετο a un león, Aesop.267.
French (Bailly abrégé)
impf. 3ᵉ sg. ἐνεπήγετο;
s'élancer sur.
Étymologie: ἐν, ἐπάγομαι.
Russian (Dvoretsky)
ἐνεπάγομαι: врываться, бросаться Aesop.
Greek (Liddell-Scott)
ἐνεπάγομαι: μέσ., εἰσορμῶ, σαλπίσας ὁ κώνωψ ἐνεπήγετο δάκνων τὰ περὶ τὰς ῥῖνας αὐτοῦ ἄτριχα πρόσωπα Αἰσώπου Μῦθ. 234 (146 ἔκδ. Κοραῆ).
Greek Monolingual
ἐνεπάγομαι (Α)
εισορμώ, εφορμώ.
Greek Monotonic
ἐνεπάγομαι: Μέσ., πραγματοποιώ επιδρομή, εισβάλλω, σε Αίσωπ.