ἐπάρκεια

From LSJ
Revision as of 19:30, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

εὐκαταφρόνητός ἐστι σιγηρὸς τρόπος → a way of life disposed to silence is contemptible (Menander)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπάρκεια Medium diacritics: ἐπάρκεια Low diacritics: επάρκεια Capitals: ΕΠΑΡΚΕΙΑ
Transliteration A: epárkeia Transliteration B: eparkeia Transliteration C: eparkeia Beta Code: e)pa/rkeia

English (LSJ)

ἡ, help, support, Plb.1.48.5, al.: pl., αἱ τῶν συμμάχων ἐ. Id.6.52.5; ἐ. καὶ χορηγίαι ib.49.7.

German (Pape)

[Seite 905] ἡ, die Hülfe, bes. die Zufuhr, Pol. 5, 51, 10; auch im plur., 6, 49, 7.

Russian (Dvoretsky)

ἐπάρκεια: ας ἡ тж. pl. помощь, пособие Polyb.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπάρκεια: ἡ, τὸ ἐπαρκεῖν εἰς τροφὰς ἢ χρήματα, πορισμὸς ἐπιτηδείων ἢ χρημάτων, Πολύβ. 5. 51, 10· καὶ ἐν τῷ πληθ., ζωοτροφίαι, ὁ αὐτὸς 6. 49, 7· πρβλ. ἐπαρκέω.

Greek Monolingual

η (Α ἐπάρκεια) επαρκής
νεοελλ.
1. η ύπαρξη της αναγκαίας ποσότητας ή ενός πράγματος («επάρκεια τροφίμων»)
2. ικανότητα, αξιωσύνη
αρχ.
1. βοήθεια, επικουρία, ενίσχυση
2. στον πληθ. αἱ ἐπάρκειαι
τα εφόδια, οι ζωοτροφές.